Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011
Τριάντα χρόνια Αλλαγή : Η Δικαιοσύνη στο άρμα του σοσιαλισμού (1981-1989).
.
Χάρης Πεϊτσίνης
Η Ιστορία κάνει κύκλους και απ την "ανάσταση" του '81, φτάσαμε στη "σταύρωση" του '11. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι μέσα σε αυτήν την τριακονταετία, μια ολόκληρη κοινωνία και οι θεσμοί της διαπαιδαγωγήθηκαν σύμφωνα με τις αρχές της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ενός κόμματος που θεμελιώθηκε πάνω σε ένα συγκεκριμένο μεταπολιτευτικό "κλίμα", και αναμόρφωσε το κράτος σύμφωνα με τις ιδέες και τα συμφέροντά του. Στο μικρό αυτό κείμενο θα ασχοληθούμε με ένα μέρος τούτης της "αναμόρφωσης", συγκεκριμένα,με την επιρροή της "πράσινης" οκταετίας 1981-1989 στη (διοικητική) Δικαιοσύνη και ειδικότερα στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το ΣτΕ μας ενδιαφέρει γιατί(κυρίως) εκεί ήχθησαν οι αντιδικίες που γεννήθηκαν από τη σοσιαλίζουσα κρατική πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν αυτές οι διαφορές καθόρισε εν πολλοίς και τη βιωσιμότητα της νέας σοσιαλιστικής εξουσίας. Η ανάλυσή μας, το παραδέχομαι προκαταβολικά, είναι ατελής τόσο λόγω χώρου,όσο και λόγω των περιορισμένων νομολογιακών παραδειγμάτων. Καταδεικνύει όμως με σαφήνεια πως η δεκαετία του 80 είδε την άνοδο ενός ιδεολογικού κινήματος σοσιαλιστικού τύπου που επηρέασε καταλυτικά τα «κοινωνικά ήθη» και τις κρατούσες απόψεις, ακόμα και στη Δικαιοσύνη, στρέφοντας τη χώρα σε ένα περισσότερο κοινωνιστικό, πιο αριστερό και κρατικιστικό «παράδειγμα».
Μετά την πτώση της δικτατορίας και την ψήφιση ενός νέου συντάγματος ανοίγει μια νέα εποχή για τη Δικαιοσύνη. Τα νομοθετήματα που ψηφίζονται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ μεταλλάσσουν τους παραδοσιακούς θεσμούς της ελληνικής διοίκησης διογκώνοντας αφόρητα τη Διοικητική λειτουργία ( τάση που είχε ξεκινήσει από το 1975). Χαρακτηριστικά, στο διάστημα 1975-1993, ψηφίστηκαν 2.178 τυπικοί νόμοι και εκδόθηκαν 17.638 υπουργικές αποφάσεις, δηλαδή σχεδόν ένας νόμος κάθε τρεις μέρες και μία υπουργική απόφαση κάθε οκτώ ώρες! Με άλλα λόγια, το κράτος έγινε ολοένα και περισσότερο συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και κατευθυνόμενο από την κυρίαρχη πολιτική δύναμη.
Έτσι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των κρατικών ενεργειών αποτέλεσε για το ΣτΕ και την ελληνική δικαιοσύνη πραγματικό ναρκοπέδιο: τι έπρεπε να προτιμηθεί; ο σεβασμός της λαικής βούλησης, ή η προσήλωση στις πάγιες αρχές του φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους; Όπως διαπίστωσε ο πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Δ.Σαρμάς, οι λύσεις που δόθηκαν κατά κανόνα, «ευνοούν την ελευθερία κινήσεων του Νομοθέτου» και «εμποτίζονται από μια άγνωστη για τη μέχρι τότε νομολογία διάθεση κοινωνιστικής αναγνώσεως του ισχύοντος συνταγματικού κειμένου».
Με το ν.1386/1983 για την εξυγίανση επιχειρήσεων το κράτος απέκτησε το δικαίωμα να επεμβαίνει ανοικτά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις , να τις θέτει υπό την κηδεμονία του, διορίζοντας διοικήσεις, επιδοτώντας τες και αυξάνοντας το μετοχικό τους κεφάλαιο (σε βάρος των παλαιών μετόχων). Οι μέτοχοι τέτοιων επιχειρήσεων που είδαν την αξία των μετοχών τους να εξανεμίζεται μέσα από τις αυθαίρετες κρατικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και τις νέες (κρατικά διορισμενες) διοικήσεις, προσέτρεξαν στο ΣτΕ διαμαρτυρόμενοι για την κατάφωρη παράβαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Το ΣτΕ έκρινε ( ολομέλεια ΣτΕ: αποφάσεις 1093/1987,1094/1987, 1095/1987) ότι η «προεκτεθείσα κρατική παρέμβασις εις την διοίκησιν επιχειρήσεων» δεν παραβιάζει το άρθρο 17 για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας επειδή, η συνταγματική αυτή διάταξη κατά το ΣτΕ κατοχυρώνει προστασία μόνο «επί του χαρτίου (της μετοχής)» (!) και όχι στο «δικαίωμα του μετόχου προς συμμετοχή (...) και λήψιν αποφάσεων (…)», δηλαδή στην μετοχική ιδιοκτησία με την πλήρη της έννοια (αναλογικού ελέγχου επί της επιχείρησης). Λύνοντας δε τελεσίδικα το ζήτημα της αυθαίρετης παρέμβασης του κράτους σε ιδιωτικές υποθέσεις, το ΣτΕ καταλήγει: « Η διάσωσις δε επιχειρήσεων, των οποίων η λειτουργία επηρεάζει την εθνικήν οικονομίαν, αποτελεί λόγον δημοσίου συμφέροντος προς επιβολήν περιορισμών εις το δικαίωμα διοικήσεως τη επιχειρήσεως και ειδικώτερον εις το δικαίωμα των μετόχων ανωνύμου εταιρίας, προς ανάδειξιν της διοικήσεως της εταιρίας». Έτσι η κυβέρνηση πήρε το πράσινο φως από την πλευρά της δικαιοσύνης, για να εφαρμόσει ένα ευρύτατο πρόγραμμα κρατικοποιήσεων ιδιωτικών εταιριών, που στοίχησε στο δημόσιο ταμείο το ποσό των 692 δισεκατομμυρίων δραχμών (υπολογισθέν το 1989). Ο κάθε εργαζόμενος στις επιχειρήσεις αυτές βρέθηκε ότι στοίχιζε στον Έλληνα φορολογούμενο 6 εκατομμύρια δρχ ετησίως έναντι 2 εκ που στοίχιζαν οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Την ίδια χρονιά (1987), και ενώ το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο στην Ευρώπη –όχι όμως στην πράσινη Ελλάδα- ζούσε κοσμοιστορικές μεταβολές ( απελευθέρωση συχνοτήτων σε Γερμανία και Γαλλία κλπ), οι Δικαστές του ΣτΕ με την απόφαση ολομέλειας 5040/1987, επικύρωναν (!) το κρατικό μονοπώλιο στην ραδιοφωνία και την τηλεόραση, λέγοντας πως το κράτος, για λόγους δημοσίου συμφέροντος δύναται να στερεί από τον ιδιωτικό τομέα το δικαίωμα κατοχής και χρήσης ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Έτσι, το Δικαστήριο, μένοντας αδιάφορο στις παγκόσμιες εξελίξεις , αντί να οικειοποιηθεί τη δόξα μιας νίκης της ελευθερίας προτίμησε να ερμηνεύσει το Σύνταγμα με άξονα το πρωτείο του κράτους, έναντι του ατόμου.
Η άνευ προηγουμένου διεύρυνση του κρατικού παρεμβατισμού συνοδεύθηκε από μια οξυμμένη κοινωνική καχυποψία έναντι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε και στις αποφάσεις της Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου που στόχο είχαν να «προστατεύσουν» το λαό, από την «εκμεταλλευτική» διάθεση του ιδιωτικού τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η 1149/1988 ΣτΕ που δέχθηκε ότι είναι θεμιτό να απαγορεύει η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ σε ιδιωτικά κέντρα υγείας να τιτλοφορούνται ως τέτοια («κέντρο υγείας») καθώς, μια τέτοια απαγόρευση είναι επιβεβλημένη «για να καταστεί αδύνατη η σύγχυση που αλλοιώς μπορούσε να προκληθεί στο κοινό από τη χρησιμοποίηση των όρων ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ και ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΕΙΑΣ από ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ τους όρους αυτούς που υπονοούν υψηλού επιπέδου οργάνωση των ιατρικών υπηρεσιών, χρησιμοποιεί το κράτος για τις υπηρεσίες υγείας που παρέχει το ίδιο» (σ.σ. οπότε οι -αγνοί και αφελείς- πολίτες μπορεί να "μπερδεύονταν" εισερχόμενοι σε ιδιωτικό κέντρο υγείας, θεωρώντας πως θα είναι εξίσου "καλό" με το δημόσιο-κάτι που κατά τη γνώμη του ΣτΕ,προφανώς δεν ήταν δυνατό να ισχύει: ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα έμπρακτης εφαρμογής του πατερναλιστικού μοντέλου που αποκαλούμε σήμερα «κράτος-κουβερνάντα»/nanny-state).
Με την ίδια πάνω κάτω συλλογιστική, το ΣτΕ επικύρωσε την απόφαση επιβολής «πλαφόν» στις τιμές νοσηλείων σε ιδιωτικές κλινικές και εν γένει στις τιμές ιατρικών υπηρεσιών, κρίνοντας πως «η ρυθμιστική αυτή επέμβαση δεν προσκρούει στη συνταγματική προστασία της ελευθερίας της οικονομικής δράσεως (άρθρα 5 και 106 του Συντάγματος), διότι η προστασία αυτή δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατ` εξουσιοδότηση αυτού, στη διοίκηση να θεσπίζει περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημοσίου συμφέροντος». Παρόμοια έκρινε το ΣτΕ και ως προς το «πλαφόν» στα δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων και φροντιστηρίων ( 2988/1988)
Η κοινωνιστική ανάγνωση της κείμενης νομοθεσίας από το ΣτΕ δεν περιορίστηκε στην υποστήριξη αντίστοιχων κρατικών πρωτοβουλιών: αντίθετα, έθεσε αρχές, που συχνά στράφηκαν εναντίον των ίδιων των κυβερνώντων, όταν οι τελευταίοι δεν ακολουθούσαν την πεπατημένη μιας συλλογιστικής τύπου «ο άνθρωπος πάνω απ’τα κέρδη». Από την εποχή εκείνη άλλωστε , χρονολογείται η καθιέρωση του (λίαν προβληματικού) «περιβαλλοντικού κεκτημένου» του ΣτΕ με την απόφαση σταθμό 10/1988, που για να παραφράσουμε το Δελλή, κλόνισε συθέμελα την όποια ισορροπία μεταξύ περιβαλλοντικής προστασίας και αναπτυξιακής-οικονομικής δραστηριότητας, σε βάρος της δεύτερης. Εν ολίγοις, η απόφαση αυτή δέχτηκε ότι η (αόριστη) «βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος» θα πρέπει να αποτελεί πάγιο κριτήριο κάθε μεταβολής χωροταξικής,πολεοδομικής κλπ από το νομοθέτη. Η νομολογιακή αυτή «πολιτική» σήμαινε πρακτικά τη θριαμβευτική υπερίσχυση του άρθρου 24 του Συντάγματος (προστασία του περιβάλλοντος) έναντι του άρθρου 17 (προστασία της ιδιοκτησίας), γεγονός που αργότερα προκάλεσε «θεσμικό ανταγωνισμό» με την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αποθάρρυνε τις επενδύσεις και περιόρισε ασφυκτικά την ιδιωτική πρωτοβουλία . Το ζήτημα αποπειράθηκε να λύσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης με την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 προσθέτοντας στο άρθρ.24 π.2 ότι «οι σχετικές με το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό τεχνικές επιλογές του κράτους γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης» (ώστε να αποτραπεί στο εξής, δικαστικός έλεγχος με κριτήριο την «προστασία του περιβάλλοντος»)
Τα παραπάνω νομολογιακά περιστατικά, περιγράφουν σε αδρές γραμμές το κλίμα που επικράτησε στη διοικητική δικαιοσύνη, κατά την πρώτη οκταετία ΠΑΣΟΚ. Φανερώνουν δε με τον πιο εναργή τρόπο ότι ο σοσιαλιστικός πειραματισμός που έλαβε χώρα στην κρίσιμη περίοδο, διέθετε ισχυρά δικαστικά ερείσματα, που όχι μόνο επικύρωναν τις παρεμβατικές πολιτικές του ΠΑΣΟΚ, αλλά και έθεταν νέες, ακόμα πιο μεγαλόπνοες κονστρουκτιβιστικές αρχές: αρχές που πίεζαν το κράτος να βυθίσει τις τανάλιες του όλο και πιο βαθιά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, συμβάλλοντας έτσι στην αναπόφευκτη πτώση που βιώνουμε μέχρι (ή καλύτερα, ιδίως) σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια, και προφανώς υπό την πίεση του κοινοτικού δικαίου, αναπτύσσεται μια νομολογιακή τάση η οποία θεωρεί ότι οι αποφάσεις της δεκαετίας του 1980 «έχουν εκδοθεί στο απώτερο παρελθόν και με βάση παρωχημένες ήδη αντιλήψεις» (ΣτΕ 3489/2006 παρ. Ολομ.). Αγνοούμε αν αυτή η φράση συνιστά έμμεση παραδοχή των ευθυνών του ΣτΕ στην οικοδόμηση του προβληματικού μεταπολιτευτικού κράτους. Το μόνο που ξέρουμε είναι αυτό που έγραψε ο Δικαστής Warren Burger: «Οι Δικαστές αποδίδουν δικαιοσύνη στα πλαίσια του νόμου, όχι της κοινής γνώμης και θα πρέπει να είναι αδιάφοροι στις πιέσεις των καιρών». Γιατί άραγε, οι πιο απλές αλήθειες, να είναι ταυτόχρονα και οι πιο δυσεφάρμοστες;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου