Η ανάλυση του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ—conservatives.gr) για το εκλογικό αποτέλεσμα:
ΕΚΛΟΓΕΣ 2015
ΑΝΑΛΥΣΗ, ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑΤΑ, ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
δρ Άγγελος Χρυσόγελος
Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ
Η εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου 2015 ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη δύναμη της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταλαμβάνει μια εξαιρετικά στρατηγική θέση στο κομματικό σύστημα, κυριαρχώντας στον χώρο της Αριστεράς και αναδεικνυόμενος σε κύριο φορέα του «αντιμνημονιακού» κλίματος στην ελληνική κοινωνία, το οποίο εκφράστηκε με τρόπο εντυπωσιακό στα εκλογικά αποτελέσματα. Ενώ οι βασικοί του αντίπαλοι, όπως θα δούμε, μαστίζονται από αγωνιώδη διλήμματα και αμφίπλευρες πιέσεις σε ένα κομματικό σύστημα όπου η παραδοσιακή διάσταση Αριστερά-Δεξιά τέμνεται κάθετα από το φλέγον ζήτημα των σχέσεων με την Ευρώπη, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται τοποθετημένος στο σταυροδρόμι δυο αμοιβαία ενισχυόμενων (και παραδοσιακά ισχυρών στην ελληνική κοινωνία) ρευμάτων: της Αριστεράς και της «αντιμνημονιακής» στάσης. Απερίσπαστος από υπαρξιακές ανησυχίες, το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δεν θα κριθεί από τίποτα άλλο παρά την ικανότητά του να εφαρμόσει την φιλόδοξη ατζέντα του—πράγμα καθόλου εύκολο ή σίγουρο. Αν τα καταφέρει, ο δρόμος ανοίγεται για να καταστεί ο ΣΥΡΙΖΑ η νέα ηγεμονική πολιτική δύναμη στην χώρα.
Η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να συμμαχήσει με τους Ανεξάρτητους Έλληνες σηματοδοτεί με απτό τρόπο τον ολοσχερή πια επαναπροσανατολισμό του κομματικού ανταγωνισμού γύρω από το ζήτημα των σχέσεων με την Ευρώπη. Ο δημόσιος λόγος ακόμα (μετά από 5 χρόνια κρίσης!) δεν έχει κατασταλάξει στο πώς αυτή η νέα διάσταση ανταγωνισμού θα πρέπει να ονομάζεται (μνημόνιο/αντιμνημόνιο, φιλευρωπαίοι εναντίον λαϊκιστών κ.ο.κ.), και ίσως αυτή είναι μια ένδειξη ότι, πέραν του άμεσου ζητήματος των σχέσεων με την Ευρώπη και την διαχείριση της λιτότητας, αυτή αφορά τελικά βαθύτερα, μακρόχρονα ζητήματα της σχέσης των Ελλήνων με το κράτους τους και τις εγχώριες ελίτ. Αν και μπορούμε να χρησιμοποιούμε τα ονόματα που κάθε πλευρά έχει επιλέξει για τον εαυτό της («αντιμνημονιακοί» εναντίον «φιλευρωπαίων»), σε μια πιο ιστορική προοπτική η παρούσα συγκυρία μπορεί να ιδωθεί σαν το σημείο όπου η πάντα υφέρπουσα διάσταση μεταξύ «λαϊκότητας» και «αστικότητας» του Νέου Ελληνισμού αποκρυσταλλώνεται πια σαν ένα αυθύπαρκτο ρήγμα, ανεξάρτητο από άλλες ιδεολογικές αντιπαλότητες. Αυτό το ρήγμα, όπως θα δούμε, απειλεί την ίδια την υπόσταση της Κεντροαριστεράς ως πολιτικού χώρου ενώ έχει τραυματίσει σχεδόν θανάσιμα την συνοχή της Δεξιάς παράταξης.
Οι εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος και η μακροημέρευση (ή μη) του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα καθορίσει αν αυτό το ρήγμα θα καταστεί το βασικό σημείο αναφοράς του κομματικού ανταγωνισμού, ή αν το σχήμα Αριστερά-Δεξιά αποκατασταθεί σαν η βασική (ή τουλάχιστον η πιο σημαντική) διάσταση του κομματικού ανταγωνισμού. Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι η Αριστερά αναγνωρίζει ότι η εκλογική της επιτυχία οφείλεται κυρίως στην ικανότητά της να παρουσιαστεί σαν η πιο αξιόπιστη δύναμη εκπλήρωσης μιας «αντιμνημονιακής» πολιτικής και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων με την Ευρώπη. Υπό αυτήν την έννοια, η επιλογή των ΑΝΕΛ ως κυβερνητικών εταίρων είναι πολύ πιο προφανής και φυσική απ’ ότι διάφοροι εξανιστάμενοι στα ΜΜΕ την παρουσιάζουν. Οι τεκτονικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και οικονομία των τελευταίων ετών βρίσκουν πια την πιο αυθεντική έκφρασή τους στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Η επιτυχία των σημερινών νικητών οφείλεται στην ικανότητά τους να μετουσιώσουν την οικονομική κρίση σε πολιτικό διακύβευμα. Τώρα πια το μέλλον της χώρας είναι συνυφασμένο—for better or worse—με την πολιτική τους τύχη.
Η ΔΕΞΙΑ[1]
Οι εκλογές της Κυριακής επιβεβαίωσαν την κοινωνική και ιδεολογική διχοτόμηση, καθώς και κομματική τριχοτόμηση, της ελληνικής Δεξιάς στα χρόνια της κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Δεξιά είναι η μοναδική παράταξη που έχει υποστεί τέτοιου τύπου διχασμό. Η μεν Αριστερά είναι προφανώς «αντιμνημονιακή» στο σύνολό της, η δε πάλαι ποτέ ηγεμονεύουσα Κεντροαριστερά μπορεί να έχει υποστεί εκλογική αφαίμαξη και κομματικό κατακερματισμό, οι δυνάμεις που διατηρεί όμως συμφωνούν όλες τουλάχιστον στον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και τις μεταρρυθμίσεις που αυτός προϋποθέτει. Αντίθετα η Δεξιά διατρέχεται πλέον από ένα βαθύ και διαρκές ρήγμα μεταξύ μιας «φιλευρωπαϊκής» Νέας Δημοκρατίας και ενός «αντιμνημονιακού» χώρου που διαμοιράζεται μεταξύ της εξτρεμιστικής Χρυσής Αυγής και της λαϊκιστικής, ευρωσκεπτικιστικής Δεξιάς των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Αυτό το ρήγμα αποτυπώνεται στις περισσότερες διαστάσεις της ψήφου (ηλικία, κοινωνικοοικονομική κατηγορία κλπ), τόσο ώστε να γίνεται εμφανές ότι αφορά πλέον μόνιμες και δομικές διαιρετικές τομές που διατρέχουν την Δεξιά και όχι απλά συγκυριακές διαφορές μεταξύ κομμάτων ή προσώπων.
Η όλη Δεξιά (ΝΔ, ΑΝΕΛ, ΧΑ, ΛΑΟΣ) συγκέντρωσε σε αυτές τις εκλογές συνολικά το 40% των ψήφων, που είναι και το ποσοστό που αυτά τα κόμματα είχαν συγκεντρώσει τόσο στις εκλογές του Μαΐου του 2012 όσο και στις τελευταίες Ευρωεκλογές. Είναι δε ενδιαφέρον ότι αυτό ήταν και το ποσοστό που είχαν συγκεντρώσει μαζί ΝΔ και ΛΑΟΣ στις τελευταίες προ κρίσεως εκλογές το 2009! Αντίθετα, στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 η όλη Δεξιά είχε συγκεντρώσει 46% (ποσοστό ανάλογο των μεγάλων νικών της ΝΔ το 1990 ή το 2004) καθώς η ΝΔ είχε απορροφήσει μεγάλο μέρος της δύναμης των φιλελεύθερων κομμάτων (ΔΗΣΥ, ΔΗΞΑ, Δράση) του Μαΐου η οποία όμως έκτοτε έχει διαχυθεί ξανά προς τον κεντρώο χώρο. Σε αντίθεση λοιπόν με την διογκούμενη Αριστερά και την ρευστοποιούμενη Κεντροαριστερά, η Δεξιά διατηρεί στα χρόνια της κρίσης μια σταθερή επιρροή στην ελληνική κοινωνία (ανάλογη «μέτριων» επιδόσεων της ΝΔ όπως π.χ. το 1985 ή το 1996). Η άλλη πλευρά του νομίσματος όμως λέει ότι αυτή η σταθερότητα συνοδεύεται από την ύπαρξη ενός βαθέως ρήγματος κατά μήκος του άξονα μνημόνιο/Ευρώπη, σε αντίθεση με την εσωτερική ομοιογένεια σε αυτό το ζήτημα των άλλων δυο παρατάξεων.
Αν και φαίνεται να επικρατεί η διαπίστωση ότι η προεκλογική στρατηγική και γενικά η ιδεολογική μετατόπιση της ΝΔ προς τα δεξιά συνετέλεσαν στην ήττα της, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι σε αυτές τι εκλογές η ΝΔ έχασε λιγότερο από 2% σε σχέση με το ποσοστό του Ιουνίου του 2012, παρά την μικρή δημοφιλία της κυβέρνησης της οποίας ηγείτο. Η ΝΔ εξέρχεται αυτών των εκλογών ως ένας εκ των δυο «πυλώνων» του κομματικού συστήματος, ένα κόμμα που κατέχει πρωτεύουσα θέση τόσο μέσα στην Δεξιά όσο και μέσα σε μια δυνητική φιλευρωπαϊκή «αστική παράταξη» που θα περιελάμβανε την κεντροδεξιά και την κατακερματισμένη Κεντροαριστερά. Η ανάδειξη ενός αντιμνημονιακού αριστερού κόμματος ως αξιωματική αντιπολίτευση το 2012, αλλά και η ανάδυση της αντιμνημονιακής Δεξιάς, δημιούργησαν τόσο την ανάγκη όσο και την ευκαιρία στην ΝΔ να συσπειρώσει ένα μη ευκαταφρόνητο ακροατήριο μέσω ενός πολιτικού λόγου που ήταν ταυτόχρονα φιλευρωπαϊκός και ριζοσπαστικά δεξιός, τόσο οικονομικά όσο, κυρίως, αξιακά. Αυτή η σύζευξη φιλευρωπαϊσμού και ριζοσπαστικού δεξιού προφίλ επέτρεψε στην ΝΔ να διαφυλάξει σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη του Ιουνίου του 2012.
Το αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής συνιστά μια επιτυχία του κόμματος του Νίκου Μιχαλολιάκου, καθώς διατηρήθηκε στο επίπεδο των 400 χιλιάδων ψήφων που είχε συγκεντρώσει στις διπλές εκλογές του 2012. Δεδομένων των συνθηκών (φυλάκιση των περισσότερων προβεβλημένων στελεχών, πλήρης σχεδόν αποκλεισμός της από τα ΜΜΕ, αμφίπλευρη εκλογική πίεση τόσο από την ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ), μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι αυτές οι ψήφοι συνιστούν πια έναν σκληρότατο πυρήνα ταύτισης με αυτό το κόμμα που πολύ δύσκολα θα διαρραγεί στο μέλλον. Άλλωστε, μετά τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΝΔ, η ΧΑ ήταν το τρίτο κόμμα σε ποσοστό συσπείρωσης, ακόμα και της διευρυμένης δύναμής της των Ευρωεκλογών του 2014. Το γεγονός ότι ούτε η δαιμονοποίηση πριν τις Ευρωεκλογές ούτε η πλήρης περιθωριοποίηση από τα ΜΜΕ μετά από αυτές επέδρασαν αποφασιστικά στην ισχύ της Χρυσής Αυγής θα πρέπει να προβληματίσει.
Το ερώτημα για το μέλλον αφορά την αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ απέναντι σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η συμμετοχή των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση εξουδετερώνει (προσωρινά τουλάχιστον) την ικανότητα της ΝΔ να χρησιμοποιήσει αντιαριστερή ρητορεία ως αντιπολιτευτικό εργαλείο και μέσο συσπείρωσης. Αναδεικνύει επίσης δυνητικά το κόμμα του Πάνου Καμμένου σε ελκυστική εναλλακτική επιλογή δεξιών ψηφοφόρων που θα θέλουν να επιδοκιμάσουν τις όποιες μελλοντικές επιτυχίες μιας «αντιμνημονιακής» κυβέρνησης χωρίς να ψηφίσουν Αριστερά (βεβαίως η άλλη πλευρά του νομίσματος για τους ΑΝΕΛ είναι ότι συνήθως τις αποτυχίες μιας κυβέρνησης συνασπισμού τις πληρώνει ο μικρότερος εταίρος, όπως η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ απέδειξε).
Η παραμονή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία του κόμματος θα ήταν μια τακτικά και εκλογικά προφανής λύση αν η ΝΔ είχε απέναντί της μια καθαρά αριστερή κυβέρνηση. Τώρα όμως τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η παρουσία του πρώην πρωθυπουργού στην ηγεσία του κόμματος θέτει προσκόμματα στην ικανότητα της ΝΔ να ηγηθεί μιας μετριοπαθούς φιλευρωπαϊκής «αντιλαϊκιστικής» αντιπολίτευσης, που θα ήταν το πιο λογικό επακόλουθο του σχηματισμού μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η ΝΔ βρίσκεται προ του διλήμματος: να επιμείνει στο δεξιό προφίλ της με τον κίνδυνο να αρχίσει να υφίσταται απώλειες προς μια ενδεχομένως ανασυγκροτούμενη Κεντροαριστερά. Ή να στραφεί προς την οικοδόμηση αυτής της «αστικής συμμαχίας» ενάντια στην κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου με τον κίνδυνο όμως να επαναενεργοποιηθούν ροές προς την ΧΑ. Και οι δυο επιλογές δεν απαλύνουν αλλά αντίθετα επιτείνουν τις συνέπειες του ρήγματος μεταξύ λαϊκότητας και αστικότητας μέσα στο σώμα της Δεξιάς. Και όλα αυτά ενώ εκκρεμούν ακόμα η οργανωτική ανασυγκρότηση, η στελεχιακή αναζωογόνηση και η σοβαρή ιδεολογική αναζήτηση στο εσωτερικό του κόμματος.
Η ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ
Αυτές οι εκλογές επιβεβαίωσαν την πορεία αποσύνθεσης και εξαΰλωσης του χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ (της αποκαλούμενης «Κεντροαριστεράς», αν και πιο ακριβής θα ήταν ο χαρακτηρισμός αυτού του χώρου ως «μεταΠΑΣΟΚικού»). Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 τα κόμματα της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Κοινωνική Συμφωνία) έλαβαν λίγο πάνω από 20%. Τον Ιούνιο του 2012 ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ υποχώρησαν στο 18.5%, ενώ στις τελευταίες Ευρωεκλογές ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και ΔΗΜΑΡ συγκέντρωσαν λίγο κάτω από 16%. Στις προχθεσινές εκλογές Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, το κόμμα Παπανδρέου και η ΔΗΜΑΡ (η οποία ήδη είχε αρχίσει να αποστασιοποιείται από την Κεντροαριστερά και να αιωρείται προς τον ΣΥΡΙΖΑ) έλαβαν όλοι μαζί μόλις 13,7%! Μέσα σε δυόμισι χρόνια επομένως η Κεντροαριστερά έχασε το ένα τρίτο της ήδη συρρικνωμένης επιρροής της (το ΠΑΣΟΚ ειδικότερα στο ίδιο διάστημα έχασε σχεδόν 70% της ήδη αποστεωμένης ισχύος που είχε το 2012). Ο βαθμός αυτής της πτώσης γίνεται ακόμα πιο κατανοητός αν ληφθεί υπόψη ότι σε αυτόν τον χώρο απορροφήθηκαν ή συνενώθηκαν και φιλελεύθερα κόμματα που στις εκλογές του Μαΐου του 2012 είχαν λάβει σχεδόν 4%, καθώς και στοιχεία των Οικολόγων Πρασίνων που σε εκείνες τις εκλογές είχαν λάβει σχεδόν 3%.
Αν και προφανώς οι έριδες, οι διασπάσεις και οι προσωπικές στρατηγικές φέρουν μέρος της ευθύνης για αυτήν την θεαματική ήττα της Κεντροαριστεράς, τα βαθύτερα αίτια έχουν να κάνουν με την εντυπωσιακά μειονεκτική θέση στην οποία έχουν βρεθεί τα κόμματα αυτού του χώρου μέσα σε ένα πλαίσιο κομματικού ανταγωνισμού που ορίζεται από την αντιπαλότητα του ΣΥΡΙΖΑ με την ΝΔ. Η Κεντροαριστερά πριν από την κρίση οριζόταν από δυο βασικά χαρακτηριστικά: το αντιδεξιό ιδεολογικό πρόσημο (παραδοσιακά από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου) και τον φιλευρωπαϊκό προσανατολισμό (πιο πρόσφατα αλλά εξίσου έντονα από την εποχή του Σημιτικού «εκσυγχρονισμού» και μετά). Αν και εν μέρει αντιφατικά, αυτά τα δυο στοιχεία επέτρεπαν στο ΠΑΣΟΚ να ενσαρκώνει ταυτόχρονα τα αιτήματα των δυο ισχυρότερων ιδεολογικών ρευμάτων της ελληνικής κοινωνίας και να εξασφαλίζει, κατ’ επέκταση, την εκλογική του κυριαρχία.
Η κρίση αποκόλλησε βίαια αυτά τα δυο στοιχεία και η αντιπαλότητα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ σήμαινε ότι η νέα πόλωση του πολιτικού συστήματος κυριολεκτικά έκοβε την Κεντροαριστερά στην μέση, αφού τα δυο στοιχεία που εκείνη συνένωνε τώρα όριζαν τον κομματικό ανταγωνισμό εκατέρωθέν της: «αντιδεξιά» (τώρα εκφραζόμενη από την Αριστερά) εναντίον φιλευρωπαϊσμού. Η πλειοψηφία των εναπομεινάντων ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς μετά το 2012 μάλλον χαρακτηριζόταν ακόμα από αντιδεξιά ένστικτα, ο «φιλευρωπαϊσμός» ψηφοφόρων και ελίτ της παράταξης όμως τους ανάγκασε να προσδεθούν στην ΝΔ και (παρά τις προσπάθειες του Ποταμιού και του ΚΙΔΗΣΟ τον τελευταίο χρόνο να πείσουν για την αυτοτέλεια της παράταξης) να συνδέσουν τις τύχες τους με αυτές της συγκυβέρνησης. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η, εν μέσω παλινωδιών και θλιβερών αντιπαλοτήτων, εκλογική ήττα της 25ης Ιανουαρίου.
Οι συνθήκες που δημιουργούνται από τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δυνητικά προσφέρουν ευκαιρίες για την ανάταση της Κεντροαριστεράς, αν και αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τις δικές της ενέργειες. Το ιδεατό σενάριο για αυτήν θα ήταν η περιχαράκωση της ΝΔ σε μια σκληρά δεξιά αντιπολιτευτική τακτική ενάντια στην κυβέρνηση των Τσίπρα-Καμμένου. Σε αυτήν την περίπτωση κάποιο (ή κάποια) από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς (ίσως το Ποτάμι;) θα μπορούσε να αναδειχθεί ως εναλλακτική επιλογή για όσους μετριοπαθείς ψηφοφόρους θα επιθυμούσαν μια αστική φιλευρωπαϊκή, αλλά όχι υπερβολικά δεξιά, αντιπολίτευση. Το στοίχημα για την Κεντροαριστερά θα ήταν η δημιουργία ενός προοδευτικού φιλευρωπαϊκού πόλου που, σε συνεργασία με μια φιλευρωπαϊκή Δεξιά, θα αντιτασσόταν στους «αντιμνημονιακούς λαϊκιστές» Αριστεράς και Δεξιάς. Σε αυτήν την περίπτωση όμως η Κεντροαριστερά θα έπρεπε να απεμπολήσει ουσιαστικά το συστατικό της στοιχείο της αντιδεξιάς ροπής. Θα έπαυε δηλαδή να είναι Κεντροαριστερά και θα γινόταν κατ’ ουσίαν «Κεντροδεξιά», ένα παρακολούθημα της δεξιάς ΝΔ με προφίλ ανάλογο αυτού φιλελεύθερων κόμματων της Δυτικής Ευρώπης. Αυτή η εξέλιξη θα εξασφάλιζε στον χώρο μια αυτόνομη ύπαρξη, ενώ θα ήταν και σύμφωνη με τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των σημερινών ψηφοφόρων των κομμάτων της Κεντροαριστεράς. Θα την καθιστούσε πιθανώς και προνομιακό δέκτη των διαρροών που θα υφίστατο ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω της δυσαρέσκειας που πάντα ένα κυβερνητικό κόμμα συσσωρεύει. Θα επανέφερε όμως με τρόπο έντονο το βασικό δίλημμα ψηφοφόρων φιλευρωπαίων μεν, κατά βάση αντιδεξιών δε, κάτι που από μόνο του μπορεί να υπονομεύσει την βασική προϋπόθεση για την ευόδωση αυτού του σεναρίου, δηλ. την ενότητα της παράταξης σε έναν κομματικό σχηματισμό.
Οι άλλες εναλλακτικές δεν είναι περισσότερο ελκυστικές για την εναπομείνασα Κεντροαριστερά. Από την μια, αν η ίδια η ΝΔ θελήσει να κινηθεί σε πιο κεντρώα κατεύθυνση και να καταστεί ο βασικός πυλώνας μιας φιλευρωπαϊκής μετριοπαθούς αντιπολίτευσης, τα πολιτικογεωγραφικά όρια γίνονται πλέον ασφυκτικά για τα κόμματα της Κεντροαριστεράς. Από την άλλη, αν ο ΣΥΡΙΖΑ άρχιζε να κινείται σε πιο φιλευρωπαϊκή κατεύθυνση και συμβιβαζόταν με την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και το modus vivendi της Ευρωζώνης, τότε θα είχαμε μια επαναστοίχιση του φιλευρωπαϊσμού με την Αριστερά, κάτι που θα αποκαθιστούσε την συνέπεια μεταξώ των δυο συστατικών στοιχείων της Κεντροαριστεράς. Σε αυτήν την περίπτωση όμως ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ήδη ο κυρίαρχος φορέας αυτού του μείγματος, και η Κεντροαριστερά θα καταδικαζόταν στον ρόλο του μικρού εταίρου. Θα παρέμενε Κεντροαριστερά με την πλήρη σημασία της λέξης, αλλά απελπιστικά μικρή και καχεκτική (ουσιαστικά μια αντιστροφή της παλαιάς σχέσης ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού στα χρόνια του «εκσυγχρονισμού»). Σε κάθε περίπτωση, η Κεντροαριστερά δεν μπορεί πλέον παρά να ετεροκαθορίζεται και να καταρτίζει στρατηγική ως απάντηση και αντίδραση στις κινήσεις των δυο «μεγάλων», παρά ως αντανάκλαση της δικής της βούλησης.
Ακόμα και τα παραπάνω, τα καθόλου ευνοϊκά, προϋποθέτουν κάποιο βαθμό σύμπνοιας και μια διαδικασία οργανωτικής και ιδεολογικής ανασυγκρότησης, κάτι που στην παρούσα φάση φαντάζει μια εξαιρετικά μακρινή προοπτική. Αντίθετα, το χειρότερο δυνατό σενάριο για την Κεντροαριστερά μελλοντικά αφορά όχι τόσο στην εκλογική της ρευστοποίηση, όσο στην εσωτερική της διάσπαση και αυτήν ακόμα την εξαφάνιση της ίδιας της αυτόνομης πολιτικής της ταυτότητας. Οι διαφορετικοί προσανατολισμοί του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού ήδη προϊδεάζουν για κάτι τέτοιο: το ΠΑΣΟΚ έχει πλέον ταυτιστεί στον υπερθετικό βαθμό με την ΝΔ και δεν έχει άλλα περιθώρια παρά να αναζητήσει ρόλο ως συμπλήρωμα της δεξιάς αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όποια στρατηγική και αν επιλέξει η πρώτη. Το Ποτάμι θα αισθανόταν καταφανέστατα πιο άνετα δίπλα σε έναν πιο φιλευρωπαϊκό ΣΥΡΙΖΑ παρά στην ΝΔ (ακόμα και στην πιο μετριοπαθή εκδοχή της). Ακόμα και το σενάριο της «αστικής αντιπολίτευσης» σε πλήρη συνεργασία με την ΝΔ είναι κάτι που το Ποτάμι, με το έντονο προοδευτικό πρόσημο, δύσκολα θα δεχόταν. Το ΠΑΣΟΚ έχει πλέον απεμπολήσει τα όποια αντιδεξιά διαπιστευτήριά του για να μπορεί ρεαλιστικά να βρεθεί κάποτε δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι ξεχωριστοί δρόμοι που τα δυο αυτά κόμματα ενδέχεται να πάρουν μπορεί να σηματοδοτήσουν και το οριστικό τέλος της αυτόνομης ύπαρξης του πολιτικού χώρου μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς που κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική ζωή για σχεδόν έναν αιώνα.
ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΓΚΛΕΤΣΟΣ
Δευτερεύον αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο αυτών των εκλογών υπήρξε η εκλογική επίδοση της Ένωσης Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη και της Τελείας του Απόστολου Γκλέτσου. Το κάθε ένα πήρε σχεδόν 1,8%, δηλαδή μαζί θα υπερέβαιναν το όριο εισόδου στην Βουλή και θα ξεπερνούσαν το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου! Και τα δυο αυτά κόμματα ξεπέρασαν (για την ακρίβεια συνέτριψαν) τα υπολείμματα αρκετά πιο γνωστών πολιτικών: την ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη, τον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, αλλά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που είχε πολλαπλάσια έκθεση στα ΜΜΕ. Η γεωγραφική διασπορά της ψήφου για τα δυο κόμματα είναι αρκετά ομοιογενής και επομένως δεν οφείλεται σε κάποια γεωγραφική ιδιαιτερότητα ή ανωμαλία, με κάποιες εξαιρέσεις (π.χ. το 4% που λογικά πήρε η Τελεία στην Φθιώτιδα). Ιδιαίτερη αναφορά όμως πρέπει να γίνει στις επιδόσεις της ΕΚ στην Βόρεια Ελλάδα: οι 12 καλύτερες ποσοστιαίες επιδόσεις του κόμματος Λεβέντη σε εκλογικές περιφέρειες ήταν όλες στην Μακεδονία, ενώ εντύπωση κάνουν το 5% στην Α’ Θεσσαλονίκης (πάνω από το 4% των Βενιζέλου-Καϊλή!) και το 4% στην Β’ Θεσσαλονίκης.
Υπάρχει κάποιο πολιτικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από αυτές τις επιδόσεις; Προφανώς αποτελέσματα τέτοιου μεγέθους δεν μπορούν να είναι συνέπεια μόνο «χαβαλεδιάρικης» ψήφου. Σε συνδυασμό με την για άλλη μια φορά υψηλή αποχή (36%, σχεδόν όσο πήρε το πρώτο κόμμα), καταδεικνύουν ότι ακόμα και ο πολωμένος ιδεολογικά ανταγωνισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ υπό συνθήκες κρίσιμες για την χώρα πολύ λίγο συγκίνησε το εκλογικό σώμα. Αντίθετα, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού που ελάχιστα συγκινείται από την κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά και από τα καθεστωτικά ΜΜΕ που την αναπαράγουν. Λεβέντης και Γκλέτσος συνδύασαν έναν λαϊκιστικό καταγγελτικό λόγο που όμως προσελήφθη ως απολίτικος—κάτι που στην σημερινή συγκυρία είναι τελικά πλεονέκτημα. Ο δε παλιομοδίτης Λεβέντης απήλαυσε και τρομερή υποστήριξη στο διαδίκτυο, ιδιαίτερα από νέους ανθρώπους γοητευμένους από έναν γραφικό outsider. Κατά περίεργο τρόπο μάλιστα, ένας πολιτικός που εξέπεμψε λόγο που στην ουσία του ήταν εξαιρετικά τεχνοκρατικός, εκσυγχρονιστικός και στην λογική του κυρίαρχου αφηγήματος εξουσίας περί ανάγκης μεταρρυθμίσεων κλπ. εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο το στάτους του παρία—αποδεικνύοντας ότι μεταρρυθμίσεις και λαϊκισμός μπορούν να συγκεραστούν στην πράξη και προσφέροντας έμμεσα ένα μάθημα και ίσως μια εναλλακτική πολιτική μέθοδο για φιλευρωπαίους πολιτικούς στο μέλλον.
Επιπλέον, τα αποτελέσματα του Λεβέντη στην Μακεδονία (όπου σημειωτέον πέρυσι δυο ανεξάρτητοι κέρδισαν τις περιφέρειες Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας) είναι και ένα δείγμα του πόσο χαλαρώνει πλέον ολοένα ο έλεγχος που ασκεί ο κεντρικός κομματικός ανταγωνισμός στις πολιτικές συμπεριφορές του εκλογικού σώματος, όχι μόνο κατά την ηλικιακή, αλλά και κατά πολλές άλλες διαστάσεις, περιλαμβανομένης της γεωγραφικής/ περιφερειακής. Πολύ απλά, ο δραματοποιημένος από τα ΜΜΕ των Αθηνών κομματικός ανταγωνισμός αφορά όλο και λιγότερους ανθρώπους μακριά από την πρωτεύουσα που αναζητούν άλλες διόδους πολιτικής (ή και μη-πολιτικής) έκφρασης.
Τελικά, Λεβέντης και Γκλέτσος δεν έπαιξαν κρίσιμο ρόλο σε αυτές τις εκλογές. Η σχετική επιτυχία τους όμως μπορεί να προοιωνίζει τις πολιτικές εκφράσεις και ταυτότητες που ενδεχομένως αναδειχτούν στο μέλλον. Ταυτότητες που, μετά την εξάντληση όλων των ιδεολογικών εναλλακτικών στην άσκηση της εξουσίας, θα περιστρέφονται ενδεχομένως γύρω από απολίτικα, μηντιακά, λαϊκιστικά και καταγγελτικά προτάγματα ή εξωπολιτικές (γεωγραφικές, αθλητικές και άλλες) ταυτίσεις, χωρίς όμως να είναι απαραίτητα κενές συγκεκριμένου εξόχως πολιτικού περιεχομένου. Αυτό μπορεί να είναι ένα κρυφό αλλά διαρκές κληροδότημα αυτών των εκλογών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΝΣΠΟΛ
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος κάποτε είχε υποστηρίξει ότι «δεν υπάρχει αντιμνημονιακή παράταξη γιατί όλοι αυτοί που δηλώνουν αντιμνημονιακοί είναι τελείως διαφορετικοί ιδεολογικά». Ο σχηματισμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήρθε να αποδείξει ότι ο κύριος Πάγκαλος είχε (για πολλοστή φορά) άδικο. Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να στραφεί προς το κόμμα Καμμένου για τον σχηματισμό κυβέρνησης δείχνει ότι σε προτεραιότητα βρίσκονται ακόμα τα ζητήματα που η ελληνική κοινωνία αναγνωρίζει και ταξινομεί κατά μήκος του άξονα που σχηματικά έχει επικρατήσει να αποκαλείται μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Αυτός ο άξονας υπερτερεί ακόμα της κλασικής διαίρεσης Αριστερά-Δεξιά, η οποία έτσι κι αλλιώς νοηματοδοτείται σήμερα κυρίως διά του ζητήματος της σχέσης της Ελλάδας με την Ευρώπη (π.χ. η Κεντροαριστερά αναζητά μια νέα ταυτότητα στην «φιλευρωπαϊκότητα», η Αριστερά είναι αναφανδόν «αντιμνημονιακή» κλπ.). Η απόφαση των Τσίπρα-Καμμένου να συμπράξουν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γενναία ή οπορτουνιστική (ανάλογα με την οπτική του καθενός), αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν είναι πολύ διαφορετική στην λογική της από την απόφαση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να συμμαχήσουν ήδη από το 2011 (συμπεριλαμβάνοντας τότε και τον ΛΑΟΣ, ένα κόμμα με όχι πολύ διαφορετικό προφίλ από αυτό των ΑΝΕΛ σήμερα).
Κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο οι στρατηγικές ανάγκες ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είχαν επιτρέψει μια στοίχιση του μνημονιακού άξονα με τον άξονα Αριστερά-Δεξιά. Η ΝΔ συνδύασε την δεξιά ρητορική της με το πρόταγμα της Ευρώπης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ νοηματοδότησε την ελπίδα υπέρβασης της λιτότητας με τις πολιτικές και τις αξίες της Αριστεράς. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτικοί χώροι που ξέφευγαν από την ευθεία του πολωμένου άξονα Δεξιά-Ευρώπη/Αριστερά-Αντιμνημόνιο—η αντιμνημονιακή Δεξιά και η Κεντροαριστερά—είχαν πρόβλημα δημιουργίας ενός ξεχωριστού στίγματος. Η δημοσκοπική κάμψη του ΠΑΣΟΚ και των ΑΝΕΛ τα τελευταία δυόμισι χρόνια πιστοποιούν αυτό το γεγονός (η ΧΑ είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση από διάφορες απόψεις). Το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιανουαρίου μόνο εν μέρει όμως αποτύπωσε την ισχύ του νέου διπολισμού, καθώς ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ παρέμειναν αθροιστικά κάτω του 65% (επί ενός αρκετά μειωμένου εκλογικού σώματος). Αντίθετα, τελικά η αντιμνημονιακή Δεξιά (ΑΝΕΛ και ΧΑ) συγκράτησε δυνάμεις και το κεντροαριστερό Ποτάμι προσέφερε κάποια δυναμική στον δικό του χώρο. Οι εκλογικές επιδόσεις αυτών των «μικρών νικητών» των εκλογών κατέδειξαν το ότι οι σχέσεις με την Ευρώπη, η εθνική κυριαρχία και η λιτότητα παραμένουν ακόμα ανοιχτά θέματα που πρέπει να συζητηθούν και να διασαλευτούν προτού εκκινήσει ξανά μια «κανονική», οριζόντια (Δεξιά-Αριστερά) ιδεολογική διαπάλη στο ελληνικό κομματικό σύστημα.
Οι πολιτικές εξελίξεις των επόμενων εβδομάδων θα είναι εξαιρετικά πυκνές και πολλά σημερινά δεδομένα μπορεί να ανατραπούν. Κρίσιμες παράμετροι, όπως η στάση της ΝΔ ή του Ποταμιού έναντι της νέας κυβέρνησης, μένει να αποκρυσταλωθούν. Εκ πρώτης όψεως όμως φαίνεται να δημιουργούνται οι συνθήκες ώστε γύρω από το ζήτημα της Ευρώπης και της διαπραγμάτευσης ο άξονας Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο να απορροφήσει και να διατυπώσει συνολικά και άλλες ιδεολογικές και κοινωνικές τομές στην Ελλάδα που μέχρι στιγμής δεν είχαν μεταφραστεί κομματικά. Μιλήσαμε εδώ για μια δυνητική διαπάλη μεταξύ μιας «λαϊκής» και μιας «αστικής» παράταξης, μια διαπάλη αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη από άλλες ιδεολογικές (Δεξιά-Αριστερά) αναφορές. Αν και η κατάσταση είναι ακόμη ρευστή, μπορούμε να διακινδυνεύσουμε μια ταξινόμηση και να προσμετρήσουμε στην «αστική» παράταξη την φιλευρωπαϊκή Κεντροδεξιά (ΝΔ) και Κεντροαριστερά (περιλαμβανομένου του επαμφοτερίζοντος Ποταμιού), με μια εκλογική ισχύ στο 41%, και στην «λαϊκή» παράταξη καταρχάς τα νέα κυβερνητικά κόμματα που και αυτά ανέρχονται μαζί στο 41% (με εφεδρείες τα ακραία και περιχαρακωμένα κόμματα ΚΚΕ και ΧΑ). Οι ισορροπίες επομένως είναι οριακές και οι αντιστάσεις στην νέα κυβέρνηση θα είναι τόσο ισχυρές όσο και η στήριξη που αυτή θα βρει.
Το ΙΝΣΠΟΛ έχει αναλάβει την αποστολή της διατύπωσης μιας ολοκληρωμένης πρότασης συντηρητικής πολιτικής σε ένα χρονικό σημείο κατά το οποίο η Δεξιά βλέπει το σώμα της να διαπερνάται και να διχάζεται από τον νέο άξονα ανταγωνισμού μεταξύ του «αντιμνημονίου» και της «ευρωπαϊκότητας». Σε ακόμα πιο δραματικούς τόνους, θα λέγαμε ότι η αναδυόμενη ιστορική σύγκρουση «λαϊκότητας» και «αστικότητας» τραυματίζει θανάσιμα την παράταξη εκείνη, της οποίας η πολιτική υπόσταση και εκλογική επιτυχία στηριζόταν πάντα στην ικανότητα σύνθεσης και υπέρβασης του ιστορικού δυϊσμού του Νέου Ελληνισμού. Το ΙΝΣΠΟΛ παρακολουθεί με ενδιαφέρον την δημιουργία ενός κυβερνητικού σχήματος με λαϊκό πρόσημο (και δεξιά συμμετοχή) γύρω από τα αιτήματα δημοκρατικής και κοινωνικής χειραφέτησης της Ελλάδας μέσα σε μια Ευρώπη που οφείλει να αλλάξει πορεία. Την ίδια στιγμή, το ΙΝΣΠΟΛ παρακολουθεί με ίδιο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην αντιπολιτευόμενη αστική και φιλευρωπαϊκή Δεξιά, δηλ. το κόμμα-σημείο αναφοράς της ΝΔ, το οποίο για άλλη μια φορά καλείται να εκπληρώσει τις υποσχέσεις περί οργανωτικής, στελεχιακής και ιδεολογικής αναζωογόνησης. Στην παρούσα συγκυρία, το ΙΝΣΠΟΛ βλέπει να αναδύεται η ανάγκη να ανταποκριθεί όχι μόνο στην αρχική του αποστολή—δηλαδή την παραγωγή ερευνητικού έργου και την συμμετοχή στον δημόσιο διάλογο σε μια περίοδο έντονου προβληματισμού για την θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και τον κόσμο—αλλά και να συνεισφέρει ενεργά στην προσπάθεια υπέρβασης των σημερινών βαθέων διαφορών που διατρέχουν το σώμα της Δεξιάς παράταξης._
[1] Μια συντομευμένη και ελαφρώς παραλλαγμένη εκδοχή αυτής της ενότητας δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο «Τα Πολλά Πρόσωπα της Δεξιάς» στο αφιέρωμα της ιστοσελίδας της Ναυτεμπορικής «Τα Μηνύματα της Κάλπης: Αριστερά, Δεξιά, Μεσαίος Χώρος» στις 27 Ιανουαρίου 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου