Συχνά λέγεται ότι το πελατειακό σύστημα αποτελεί προϊόν της υστέρησης της ελληνικής πολιτικής ζωής έναντι των «Δυτικών κοινωνιών», παράγωγο της ιδιαίτερης ιστορικής εμπειρίας των Ελλήνων στο περιθώριο της νεώτερης Ευρωπαϊκής ιστορίας.
Η διττή αυτή ερμηνεία, ιστορική και
θεσμική, τροφοδοτεί δυο κανονιστικές θέσεις: την άποψη ότι το ρουσφέτι θα παραμείνει
αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας στο βαθμό που η
κοινωνία δεν «ωριμάζει» πολιτικά, καθώς και την πεποίθηση ότι κατάλληλες
θεσμικές αλλαγές μπορούν να περιορίσουν την πελατειακή συναλλαγή στις σχέσεις
κράτους και πολιτών.
Επακόλουθο της ερμηνείας αυτής αποτελεί
και η προσδοκία ότι νέες δυνάμεις από το πολιτικό σύστημα θα θα λάβουν την πρωτοβουλία να περιορίσουν την πρακτική των
πελατειακών σχέσεων, η οποία παρά τις συνεχείς διαψεύσεις εξακολουθεί να αναπαράγεται
στις προεκλογικές εξαγγελίες.
Η ερμηνεία δε των πελατειακών σχέσεων στη
βάση της ελληνικής ιδιαιτερότητας επισκιάζει μια καθολικότερη θεώρηση που αναζητά
το γενεσιουργό αίτιο των πελατειακού
συστήματος στη δομή των κινήτρων που
εντοπίζονται στη φύση της σχέσης πολιτικής εξουσίας με τους οικονομικούς
δρώντες.
Χωρίς να παραγνωρίζεται η
συμπληρωματικότητα των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων στον τρόπο που αναπτύσσεται η
σχέση μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας ανά τόπους, η θεώρηση αυτή καλύπτει την διαχρονικότητα
των πελατειακών σχέσεων, ερμηνεύει τη διάχυτη παρουσία τους- από την πολιτεία
του Ιλινόι ως την Ιαπωνία – καθώς και τη διαφορετική έκταση του φαινομένου ανά
χώρα με αφετηρία τη βασική αλλαγή που επιφέρει η κρατική παρέμβαση στην
οικονομία στις οικονομικές σχέσεις, την εισαγωγή δηλαδή ενός παράλληλου
μηχανισμού αναδιανομής εισοδήματος και επιχειρηματικών ευκαιριών.
Ειδικότερα, μπορεί να υποστηριχτεί ότι η
παραγωγή ανταγωνιστικών σχέσεων αποτελεί κοινό στοιχείο των δυο συστημάτων αναδιανομής
οικονομικών πόρων, της αγοράς και της πολιτικής, καθώς τα δυο συστήματα
διέπονται εξίσου από δυο δομικά στοιχεία της οικονομίας, τη σπάνη τον αγαθών και
την ανισότητα που προκύπτει στην τελική διανομή των αγαθών. Οι όροι όμως του
ανταγωνισμού διαφέρουν. Στην αναδιανομή μέσω της πολιτικής εξουσίας η τελική διανομή καθορίζεται
από το ποιός κατέχει την πολιτική εξουσία και από τις προσβάσεις στην πολιτική εξουσία
που αναπτύσσει κάθε κοινωνική ομάδα.
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο ανταγωνισμός
ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις και υποψηφίους για ψήφους και πολιτική στήριξη με
σκοπό την απόκτηση της εξουσίας αφενός και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ιδιώτες για πρόσβαση
στις οικονομικές ευκαιρίες που διανέμει η πολιτική εξουσία αφετέρου, δημιουργούν
μια πολιτική αγορά, στο πλαίσιο της οποίας οι πελατειακές σχέσεις και η διαπλοκή αναπτύσσονται
ως μορφές ανταλλακτικών σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και σε κοινωνικές
δυνάμεις και ιδιώτες σε συνθήκες ανταγωνισμού.
Η παραπάνω θεώρηση των πελατειακών σχέσεων
τοποθετεί τη βάση της συζήτησης πέρα από
αναφορές σε πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και επί τη βάση δομικών κινήτρων
στη σχέση πολιτικής και οικονομίας, και ερμηνεύει πειστικότερα την καθολικότητά
και τη διαχρονικότητα του φαινομένου. Υπερβαίνει τις ηθικολογίες που κυριαρχούν
στην προσέγγιση του φαινομένου και κλονίζει, ίσως, την κυρίαρχη πεποίθηση ότι για τον περιορισμό του επαρκούν οι κατάλληλες θεσμικές
αλλαγές στη λειτουργία του κράτους.
Αντίθετα, η μικρότερη έντασή του φαινομένου
στα αναπτυγμένα κράτη δικαίου ερμηνεύεται με αναφορά στα μεγαλύτερα περιθώρια
οικονομικής αυτονομίας από το κράτος για τους οικονομικούς δρώντες. Είναι τα
περιθώρια οικονομικής αυτονομίας που προσδιορίζουν με τη σειρά τους την πολιτική
αυτονομία της κοινωνίας των πολιτών, και το βαθμό στο οποίο είναι τόσο διατεθειμένη όσο και ισχυρή για να
αντιδρά στην αλλοίωση που φέρει στις συνθήκες ανταγωνισμού η παρέμβαση των
πελατειακών σχέσεων.
Κατά τη θεώρηση αυτή, πολιτική αυτονομία δεν νοείται χωρίς
οικονομική αυτονομία. Χωρίς την οικονομική αυτονομία της κοινωνίας πολιτών, οι
θεσμοί που σε μεγάλο βαθμό περιορίζουν το πελατειακό σύστημα στα αναπτυγμένα
κράτη δικαίου θα είχαν προ πολλού διαβρωθεί και εκεί.
Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να ερμηνεύσουμε την
αδυναμία και την απροθυμία των κοινωνικών δυνάμεων σε συγκεκριμένες εθνικές
οικονομίες, όπως η ελληνική καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, να
απεμπλακούν από την πελατειακή εξάρτηση στο βαθμό που στους οικονομικούς
υπολογισμούς ο ρόλος του κράτους στην οικονομία προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και δεν τους
αφήνει περιθώριο να είναι αδιάφοροι στις προσβάσεις και στις ευκαιρίες που
προσέφερε το πελατειακό σύστημα.
Η «δομική» αυτή θεώρηση του πελατειακού
συστήματος παρέχει επίσης και την αιτιολογική βάση για να ερμηνευτεί η τάση
διόγκωσης του κράτους με αναφορά σε ένα αναπαραγόμενο κύκλο ζήτησης και προσφοράς
για πελατειακές παραχωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει ότι τα «δομικά» όρια
στην τάση διόγκωσης του κράτους τα θέτει το δημοσιονομικό και οικονομικό κόστος
καθώς και οι στρεβλώσεις στην οικονομία που παράγει και σωρεύει η αναπαραγωγή
των πελατειακών σχέσεων.
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση είναι μάταιο να
περιμένουμε υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες ότι το πολιτικό σύστημα θα
αναλάβει το ίδιο την πρωτοβουλία να πραγματοποιήσει εκείνες τις θεσμικές
αλλαγές που θα περιορίζουν την πελατειακή συναλλαγή, όταν το πολιτικό σύστημα
έχει ήδη καλλιεργήσει και εμπεδώσει πελατειακές σχέσεις και εξαρτήσεις. Σε
αντίθεση με την προσδοκία για τον αυτοπεριορισμό του πολιτικού συστήματος, μπορεί
να υποστηριχτεί ότι ο περιορισμός των πελατειακών σχέσεων είναι πιο πιθανόν να επέλθει
από το εξωγενές εκείνο οικονομικό σοκ που
περιορίζει τα περιθώρια αναπαραγωγής του πελατειακού συστήματος με το να επιβάλλει
τη μείωση του οικονομικού κρατισμού και επομένως την αφαίρεση πελατειακής «ύλης».
Ειδικότερα, για την Ελλάδα από το 1985 και
μετά, το πελατειακό σύστημα βρέθηκε αντιμέτωπο με μια παρατεταμένη κρίση
οικονομικής βιωσιμότητας, στο βαθμό που η εκτόπιση ιδιωτικών επενδύσεων, τα
δημόσια ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και η δομική ανεργία ήταν υποπροϊόντα της
αναπαραγωγής του πελατειακού συστήματος.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι το κίνητρο για
πελατειακή συναλλαγή παρέμενε ενεργό,
από τη δεκαετία του 90 και μετά μειώθηκαν σταδιακά και τα περιθώρια
πελατειακής συναλλαγής στα πλαίσια της αναγκαστικής μείωσης του κρατικού τομέα της
οικονομίας το πελατειακό σύστημα υπό την πίεση δημοσιονομικών και οικονομικών
προβλημάτων. Οι μορφές πελατειακής συναλλαγής στην Ελλάδα υποβαθμίστηκαν σε
έκταση και ποιότητα. Οι διορισμοί μονίμων στο δημόσιο και σε δημόσιους
οργανισμούς έδωσαν τη θέση τους σε διορισμούς συμβασιούχων και αργότερα στα stages, ενώ το περιθώριο για πελατειακές διευκολύνσεις περιορίστηκε, για
παράδειγμα από τα ευνοϊκά δάνεια που δίνονταν κάποτε από κρατικές τράπεζες σε εκλεκτούς
επιχειρηματίες σε ευνοϊκές μεταθέσεις υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα.
Η δημοσιονομική κρίση του 2009 ελαχιστοποίησε
με τρόπο απότομο τα περιθώρια για πελατειακή συναλλαγή και έφερε το πολιτικό
σύστημα σε πλήρη αντίφαση με τις κυρίαρχες πολιτικές συμπεριφορές, σχέσεις και προσδοκίες
που το ίδιο καλλιέργησε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Πρόκειται για ένα
κρίσιμο σημείο καμπής για την εξέλιξη του πελατειακού συστήματος που πλέον
κινείται ανάμεσα σε εμπεδωμένες προσδοκίες και σε δομικούς περιορισμούς. Μακροπρόθεσμα
όμως, σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση που παρουσιάστηκε παραπάνω, ο περιορισμός στα περιθώρια για πελατειακή
συναλλαγή θα είναι μόνιμος μόνο στο βαθμό που πραγματοποιηθούν εκτενείς δομικές
αλλαγές στο εύρος και στην ένταση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου