Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος


Tου Δημήτρη Θεοχάρη

Το υψηλό προσδόκιμο ζωής σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια των εισφορών των ταμείων και μια δημοσιονομική κρίση σε εξέλιξη, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα οδηγήσει το κρατικίστικο ασφαλιστικό σύστημα στο αδιέξοδο πιο νωρίς από ότι προβλέπεται. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως οι υποσχέσεις για μελλοντικές συντάξεις (είτε προς όλους, είτε μόνο προς τους δημόσιους υπαλλήλους) δεν εμφανίζονται στο ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ. Με τον νόμο 3863/2010 στην ουσία δεν αναιρείται το υπάρχον μοντέλο, και έτσι το βάρος θα είναι όλο και μεγαλύτερο για τους φορολογούμενους που εργάζονται για να τροφοδοτούν το άδικο αναδιανεμητικό σύστημα μέχρι να δούμε μπροστά μας μια νέα κρίση να εκτυλίσσεται: αυτή του ασφαλιστικού.

Λύσεις που προκρίνουν την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ή αλλιώς την αύξηση του χρόνου εισφορών που απαιτούνται, απλώς παρατείνουν το πρόβλημα μέχρι να επέλθει η ολοκληρωτική κατάρρευση. Στην ετήσια έκθεσή του (Pensions at a Glance 2011) ο ΟΟΣΑ αναφέρει πως η Ελλάδα διαθέτει το 11,9% του ΑΕΠ της για την πληρωμή συντάξεων, ενώ ο μέσος όρος των κρατών-μελών του ανέρχεται σε 7%. Ο δείκτης στήριξης (αριθμός των ανθρώπων σε απασχόληση προς τον αριθμό των συνταξιούχων) από 3,4 που ήταν το 2010 θα μειωθεί σε μόλις 1,4 το 2050 σύμφωνα με προβλέψεις. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται πως το ποσοστό συντάξεων που καταβάλλονται από το κράτος ανέρχεται στο 98% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 60%.

Με τα δεδομένα αυτά, η λύση είναι η στροφή από ένα σύστημα καθορισμένων παροχών σε ένα σύστημα καθορισμένων εισφορών (πλήρους ανταποδοτικότητας). Παρόλο που τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα υφίστανται, η μεταρρύθμιση θα πρέπει να εστιάσει στην βαθμιαία προσαρμογή προς αυτά για το σύνολο των ασφαλισμένων, συμπεριλαμβανομένων και των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι οι αποφάσεις σχετικά με την ασφάλιση και συνταξιοδότηση μετατίθενται αποκλειστικά στους εργαζόμενους, με το κράτος να αποδεσμεύεται από αυτό το ρόλο. Ακόμη, οι εργοδοτικές εισφορές θα πρέπει να καταργηθούν, με την όποια συνεισφορά των εργοδοτών να αφορά κυρίως την απόφαση επιλογής των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων από την πλευρά του ασφαλισμένου, εάν αυτός δεν επιθυμεί να επενδύσει τις αποταμιεύσεις του σε κάποιο πρόγραμμα της επιλογής του.

Η τοποθέτηση των αποταμιεύσεων μπορεί να κατευθυνθεί προς ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, προς αυτοδιαχειριζόμενα ή αμοιβαία κεφάλαια ή προς ασφαλιστικές εταιρίες και τράπεζες. Σίγουρα η στροφή από το υπάρχον μοντέλο σε αυτό της πλήρους ανταποδοτικότητας συνεπάγεται και το ρίσκο που εμπεριέχεται στις τοποθετήσεις των αποταμιεύσεων καθώς αυτές εξαρτώνται από τις αποδόσεις τους. Με αυτό τον τρόπο είναι πιθανόν δυο εργαζόμενοι από τον ίδιο εργασιακό χώρο και με τους ίδιους μισθούς να καταλήξουν σε διαφορετικές συντάξεις. Έτσι ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο μπορεί για παράδειγμα να καταστεί λιγότερο επικίνδυνο με την πάροδο του χρόνου.

Το πιο σημαντικό είναι πως η απόφαση και η ευθύνη για την αποταμίευση μέρους του εισοδήματος που προορίζεται για το γήρας ή για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη επαφίεται πλέον στους εργαζόμενους, με τους τελευταίους να αποφασίζουν για το ποσοστό των εισφορών τους και την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων τους. Είναι σημαντικό πως αυτό το σύστημα δεν τιμωρεί την εργασία από τη στιγμή που κάποιος συνταξιοδοτείται, σε αντίθεση με το σύστημα καθορισμένων παροχών. Έτσι ένας συνταξιούχος μπορεί να είναι ελεύθερος να εργάζεται παράλληλα με την συνταξιοδότησή του.

Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, σταδιακά και με την πάροδο του χρόνου η διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου πρόνοιας μέσω του αναδιανεμητικού συστήματος θα αφορά αποκλειστικά και μόνο αυτούς που είναι ανήμποροι να διασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση σε συγκεκριμένο όριο ηλικίας. Σε μια αποκεντρωμένη δομή του κράτους η λύση αυτή μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, εάν για παράδειγμα η κάθε περιφέρεια με την οργανωτική και οικονομική αυτονομία που θα διαθέτει, θα αναλαμβάνει αυτό το ρόλο.

Τέλος, είναι πολύ σημαντικό πως με τη στροφή αυτή στον ιδιωτικό τομέα η ιδιωτική αποταμίευση θα αυξηθεί, αυξάνοντας έτσι το δυνητικό απόθεμα κεφαλαίου και τις επενδύσεις, οδηγώντας σε αύξηση της παραγωγής στην οικονομία. Οι μακροχρόνιες συνέπειες μιας αύξησης του ρυθμού αποταμίευσης είναι κομβικές για την ανάπτυξη εάν δεν συνυπολογιστούν άλλοι παράγοντες που μπορεί να την επιβραδύνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου