Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Υπέρ ενός εθνικού ρεπουμπλικανισμού III: Αρχές ενός εθνικού ρεπουμπλικανισμού


Η πληρέστερη απάντηση στα ποικίλα προβλήματα, τα οποία προκαλεί το φαινόμενο της μετανάστευσης και η συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών ομάδων στο εσωτερικό ενός κρατικού σχηματισμού, φαίνεται, επομένως ότι είναι ένας εθνικός ρεπουμπλικανισμός, ο συνδυασμός της πολιτισμικής ομοιογένειας στο εσωτερικό ενός κράτους, ως εφαρμογής του αισθήματος συλλογικής ταυτότητας, αλλά και της αξίωσης της αναγκαίας λειτουργικής συνοχής της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, με την αρχή της πολιτικής συμμετοχής των ατόμων στη συλλογικότητα του πολιτικού σώματος.

Ο εθνικός ρεπουμπλικανισμός εδράζεται στην ενεργητική πολιτική συμμετοχή των αυτόνομων ατόμων εντός ενός κοινωνικού συνόλου, όπου επικρατεί μία ισχυρή ενιαία εθνική συνείδηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εθνικός ρεπουμπλικανισμός αποφεύγει τόσο τις ατομιστικές παρεκκλίσεις του φιλελευθερισμού όσο και τις καταναγκαστικές συλλογικές αναπαραστάσεις της πολυπολιτισμικότητας, ενώ αποδίδει την πρέπουσα σημασία και αξία στην έννοια της πολιτισμικής ομοιογένειας, υπερβαίνοντας την ελλιπή ανάγνωση του τυπικού ρεπουμπλικανισμού. Σε υπερεθνικό ευρωπαϊκό δε επίπεδο ο εθνικός ρεπουμπλικανισμός αναδεικνύει την υπαρκτή ενότητα του δυτικού πολιτισμού, τον οποίον αντιπαραθέτει σε προνεωτερικούς μη ευρωπαϊκούς πολιτισμούς, όπως λ.χ. ο ισλαμικός.

Ποια είναι δυνατόν να είναι τα στοιχεία αυτής της κοινής εθνικής ταυτότητας των πολιτών στο εσωτερικό του κράτους; Ποια είναι δυνατόν να είναι τα χαρακτηριστικά του ανωτέρω προσδιορισθέντος εθνικού ρεπουμπλικανισμού;

Παράμετροι της εθνικής ταυτότητας του κοινωνικού συνόλου είναι δυνατόν να αποτελούν οι εξής παράγοντες:
α. Η αίσθηση κοινής ιστορικής προέλευσης, ιστορικής συνέχειας και κοινής αντίληψης περί ιστορικής προοπτικής
β. Η ύπαρξη μίας κοινής εδαφικής περιοχής
γ. Η χρήση κοινής γλώσσας στη δημόσια σφαίρα
δ. Η ύπαρξη κοινών κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, οι οποίοι αξιοποιούν την κοινή γλώσσα
ε. Η πολιτισμική ομοιογένεια του κοινωνικού συνόλου
στ. Η ανατροφοδότηση της εθνικής ταυτότητας.

Η αίσθηση της κοινής ιστορικής προέλευσης είναι θεμελιώδης για την αυτοκατανόηση του πολιτικού σώματος ως ομάδας με κοινή εθνική ταυτότητα, ενώ επίσης συμβάλλει στην ανάπτυξη και την διατήρηση μίας προοπτικής κοινής ιστορικής πορείας και στο μέλλον. Συναφής με τις δύο ανωτέρω έννοιες είναι και αυτή της ιστορικής συνέχειας, η οποία αφορά στην διασύνδεση ανάμεσα στο μέγεθος του ιστορικού παρελθόντος και σε αυτό της μελλοντικής προοπτικής. Η κοινή ιστορική συνέχεια της εθνικής κοινότητας εδράζεται, εκτός εάν πρόκειται για έθνη νομάδων, στην ύπαρξη μίας κοινής εδαφικής περιοχής, η οποία χρησιμεύει ως γεωγραφική εστία της ιστορικά διαμορφωμένης πολιτικής κοινότητας.

Η χρήση της κοινής γλώσσας είναι αυτονόητη για τη σύγχρονη διαβουλευτική δημοκρατία και απαραίτητη προϋπόθεση για την ευρυθμία των κοινών κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, οι οποίοι ενισχύουν την πολιτική αντίληψη της εθνικής κοινότητας. Οι κοινοί θεσμοί, άλλωστε, συνιστούν την πολιτική και διοικητική έκφραση της κοινής ιστορίας ενός κοινωνικού συνόλου και προϊόν της ιδιαίτερης ιστορικής παράδοσης της εθνικής κοινότητας. Η γλωσσική και θεσμική ενότητα στο εσωτερικό ενός κράτους, του μεγέθους εκείνου, το οποίο ο Kymlicka αποκαλεί ‘κοινωνιακό πολιτισμό’ (societal culture), είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας, καθώς η γλωσσσική και θεσμική ενότητα συντελούν στην ισότητα των ευκαιριών μεταξύ των ατόμων, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην εμπιστοσύνη και στην εν γένει επιτυχία της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Ο κοινωνιακός πολιτισμός εντός ενός κοινωνικού συνόλου, τα όρια του οποίου ταυτίζονται με τα όρια του κράτους, πρέπει να είναι μοναδικός, συνεχής και ενιαίος, ώστε να ευνοείται η συνοχή του κοινωνικού συνόλου, η συνεργατικότητα των πολιτών και η εμπέδωση της κοινής εθνικής ταυτότητας. Κατά συνέπεια εντός ενός κράτους η αποκλειστικότητα του εθνικού κοινωνιακού πολιτισμού συνεπάγεται την ύπαρξη εθνικής παιδείας, ελεγχόμενης από το Κράτος, δομική ενσωμάτωση των μεταναστών στο κυρίαρχο πολιτισμικό πλαίσιο, όχι την δημιουργία ενός διακριτού, μη συμβατού με την κοινωνία, μειονοτικού κοινωνιακού πολιτισμού.

Η διάσταση της πολιτισμικής ομοιογένειας αφορά στη λειτουργική συνοχή του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην αποτροπή της κατάτμησης του κοινωνικού συνόλου σε επιμέρους μειονοτικές εθνοτικές και πολιτισμικές συσσωματώσεις, όπως επιδιώκεται με την πολυπολιτισμική θεωρία. Η ανατροφοδότηση της εθνικής ταυτότητας συνιστά προτεραιότητα της κρατικής πολιτικής, καθώς η επίταση των διεθνών μεταναστευτικών ροών αναμένεται ότι θα επιφέρει έντονες ανακατατάξεις στο εσωτερικό των κρατών της Δύσης κατά τον 21ο αιώνα. Η διευρυνόμενη κοινωνική ένταση, η οποία θα προκύψει τόσο λόγω της επίτασης των μεταναστευτικών ροών όσο και λόγω της αποδόμησης του συστήματος παροχών κοινωνικής πρόνοιας, είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με την εμπέδωση ενός αισθήματος κοινής εθνικής ταυτότητας των πολιτών μέσω θεσμικών παρεμβάσεων. Άλλωστε η πρακτική της εθνικής οικοδόμησης είναι η νόρμα σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες στον βαθμό που αυτές προωθούν μία κοινή γλώσσα και έναν κοινό πολιτισμό.

Σε τελική ανάλυση η διαδικασία της ενσωμάτωσης των μεταναστών, ιδίως στην εκδοχή της δημιουργικής εξομοιωτικής ενσωμάτωσης, αποσκοπεί ακριβώς στην ένταξη των αλλοδαπών μεταναστών στον ενιαίο, αδιάσπαστο, σύγχρονο κοινωνιακό πολιτισμό της χώρας υποδοχής, όπου υφίστανται κοινοί πολιτικοί θεσμοί, κοινές οικονομικές δομές, κοινά ακαδημαϊκά προγράμματα, κοινές πολιτισμικές αναφορές, κοινή αίσθηση της ιστορικής προέλευσης και κοινή αντίληψη της ιστορικής προοπτικής.

Αντιθέτως, η πολυπολιτισμική θεωρία δεν δέχεται κανέναν από αυτούς τους παράγοντες και αυτό είναι που την καθιστά τόσο οπισθοδρομική, συντηρητική και μη λειτουργική επιλογή για ένα κοινωνικό σύνολο, το οποίο επιθυμεί να διατηρήσει την συνοχή του και την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του. Η πολυπολιτισμική θεωρία εν γένει υπονομεύει τις πολιτειακές αρετές, την ίδια την έννοια της ταυτότητας και τις κοινωνικές εκείνες πρακτικές, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή μίας υγιούς και συνεκτικής δημοκρατίας.

Η ιδέα της εθνικότητας ως βάσης του κράτους αποτελεί σημαντική βάση για την επιτυχία των φιλελεύθερης προέλευσης ιδεωδών της ελευθερίας, της αυτονομίας και της δικαιοσύνης. Όπως παρατηρείται, μέχρι σήμερα «η εθνικότητα έχει αποδειχθεί η σταθερότερη βάση για την προαγωγή της κοινοτικής εμπιστοσύνης και της αλληλεγγύης, χωρίς να περιορίζει την ελευθερία των ατόμων να διαμορφώνουν και να αναθεωρούν τις αντιλήψεις τους περί αγαθού». Η αρχή της πολιτισμικής ομοιογένειας αποτελούσε από ιστορικής άποψης έννοια θεμελιώδη για την ανάπτυξη της δημοκρατίας και πλέον στον 21ο αιώνα αρχή άκρως απαραίτητη για τη λειτουργική συνοχή της δημοκρατίας.

Η έννοια του κράτους και το μέγεθος της εθνότητας του ιστορικού φορέα του κράτους-έθνους, του λαού, πρέπει να τελούν σε σχέση εγγενούς σύνδεσης, ώστε να αποφευχθεί η προοπτική ένα αποεθνικοποιημένου κράτους, το οποίο μεσοπρόθεσμα θα εκφυλιστεί σε ομοσπονδία εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων και μακροπρόθεσμα θα διαλυθεί, αντικαθιστάμενο από μικρότερα κράτη, οργανωμένα περί την εκάστοτε εθνοτική, πρώην μειονοτική, διακριτή ομάδα. Το κράτος πρέπει να εδράζεται στην εθνικότητα της κυρίαρχης εθνότητας, η οποία ταυτίζεται με τον ιστορικό φορέα του κράτους, και η κοινωνία πρέπει να αρθρώνεται περί την κυρίαρχη εθνική κουλτούρα της ιστορικής αυτής εθνότητας, ώστε να επιτυγχάνεται η διατήρηση της ιστορικής ταυτότητας και του πολιτισμού του κοινωνικού συνόλου στην ιστορική της συνέχεια και προοπτική.

[Aυτό είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου του Ιωάννη Κωτούλα, "Υπέρ ενός εθνικού ρεπουμπλικανισμού". Για τα δύο προηγούμενα μέρη, διαβάστε εδώ και εδώ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου