Ο ρεπουμπλικανισμός, αντιθέτως, δεν περιορίζεται σε μία νομολογική ανάγνωση του πολιτικού σώματος, αλλά λαμβάνει υπ’ όψιν του τα πολιτισμικά δεδομένα, αξιοποιώντας τις θεσμοθετημένες αναπαραστάσεις της πολιτισμικής ιδιοτυπίας του γηγενούς λαού, ήτοι της κυρίαρχης εθνικής πλειονότητας, ώστε να επικυρώσει την πολιτική συμμετοχή των ενεργών πολιτών και να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή. Ο ρεπουμπλικανισμός προκρίνει την αναγκαιότητα ύπαρξης μίας γενικής βούλησης (general will) και ενός γενικού συμφέροντος (general interest), έννοιες, οι οποίες ταυτίζονται με την κυριαρχία του νόμου και της κεντρικής εξουσίας του κράτους.
Ο ρεπουμπλικανισμός υπερβαίνει την αρχή της κρατικής ουδετερότητας έναντι των ποικίλων αντιλήψεων περί αγαθού, οι οποίες είναι δυνατόν να υπάρχουν στο εσωτερικό ενός κοινωνικού συνόλου, αποφεύγοντας τον αξιολογικό σχετικισμό και τον μηδενισμό της πολιτικής δράσης. Ένα κοινωνικό σύνολο είναι δυνατόν να μετατραπεί σε μία κοινωνία με ρεπουμπλικανικές αρχές, όταν καταστεί εφικτή η εξάλειψη της αμοιβαίας αδιαφορίας για τις αντιλήψεις περί αγαθού, η οποία χαρακτηρίζει τον φιλελευθερισμό, τόσο τον πολιτικό όσο και τον περιεκτικό. Οι εκπρόσωποι της θεωρίας του ρεπουμπλικανισμού επεξεργάστηκαν μία πληρέστερη σε σχέση με τον φιλελευθερισμό ιδιότητα του πολίτη, η οποία απέδιδε έμφαση στην ενεργητική πολιτική συμμετοχή και όχι στην απλή αποδοχή του πλαισίου της δικαιοσύνης, όπως συμβαίνει στη θεωρία του φιλελευθερισμού.
Από αυτήν την άποψη ο ρεπουμπλικανισμός προσεγγίζει το θέμα της μετανάστευσης αποτελεσματικότερα σε σχέση αφενός με τον φιλελευθερισμό, τόσο στην εκδοχή του πολιτικού όσο και σε αυτήν του περιεκτικού φιλελευθερισμού, αφετέρου παρουσιάζει δομικές ομοιότητες με τον κοινοτισμό. Και αυτό διότι ο ρεπουμπλικανισμός καθιστά την πολιτική συμμετοχή έννοια με ουσιαστικό περιεχόμενο, στον βαθμό που την συνδέει με τα ουσιώδη εγγενή χαρακτηριστικά της ιδιότητας του πολίτη, όχι απλώς εργαλειακή αρετή του πολίτη, όπως ισχύει στο θεωρητικό υπόδειγμα του φιλελευθερισμού. Μία τέτοια οπτική είναι φυσικό ότι διευκολύνει την διαδικασία της δημιουργικής ενσωμάτωσης των αλλοδαπών μεταναστών στο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της χώρας υποδοχής των μεταναστευτικών ροών.
Ωστόσο η δυσανάλογη έμφαση, την οποία αποδίδει η ρεπουμπλικανική πολιτική θεωρία στην ιδέα της πολιτικής συνείδησης και της πολιτικής συμμετοχής ως πολιτειακής αρετής σε σχέση με την αρχή της πολιτισμικής ομοιογένειας, εν γένει λειτουργεί υπονομευτικά για τις αρχικές θετικές προθέσεις του εγχειρήματος κοινωνικής συνοχής, το οποίο φαινόταν ότι διαρθρώνεται με βάση τις ιδεολογικές αρχές του ρεπουμπλικανισμού. Ο ρεπουμπλικανισμός αντιλαμβάνεται την έννοια της κοινωνικής συνοχής ως σχεδόν αποκλειστικά βασιζόμενης στην κοινή πολιτική συλλογική ταυτότητα, παραβλέποντας σε σημαντικό βαθμό την διάσταση της πολιτισμικής αναφοράς.
Δεδομένου δε ότι η δημοκρατία, ιδίως στην σύγχρονη, αναβαθμισμένη διαβουλευτική εκδοχή της (deliberative democracy), εδράζεται στην αντίληψη του κράτους ως μίας «επικοινωνιακής κοινότητας», ως ενός δυναμικού πεδίου δημόσιας διαβούλευσης και αλληλεπίδρασης, είναι αυτονόητο ότι η επιτυχία της διαβουλευτικής δημοκρατίας προϋποθέτει την ύπαρξη και εκτεταμένη χρήση ενός κοινού, αποκλειστικού γλωσσικού οργάνου. Η ύπαρξη κοινής γλώσσας με τη σειρά της αφορά στην ύπαρξη μίας κοινής εθνικής ταυτότητας, ενός κοινού εθνικού αισθήματος. Η ύπαρξη, ακριβώς, μίας κοινής εθνικής συνείδησης, ενός κοινού αισθήματος εθνικής ταυτότητας μεταξύ των πολιτών ενός κοινωνικού συνόλου, «είναι προϋπόθεση για την επίτευξη πολιτικών σκοπών, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και η διαβουλευτική δημοκρατία».
Η ταύτιση εθνικών συνόρων και εθνικής ταυτότητας, κράτους και ιστορικής κοινότητας, διοίκησης και εθνικής γλώσσας, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης και της πολιτικής σταθερότητας στο εσωτερικό ενός κοινωνικού συνόλου. Η υπέρβαση του φιλελεύθερου ιδεολογήματος περί ουδετερότητας, το οποίο προεκτεινόμενο απολήγει τελικά σε ένα αποεθνικοποιημένο κράτος, δηλαδή ουσιαστικά σε ένα θεσμικό και ιδεολογικό προστάδιο της πολυπολιτισμικής διάρθρωσης της κοινωνίας, συνιστά βασική παράμετρο μίας εργαλειακής αποτελεσματικής θεώρησης. Η εμφύσηση εκ μέρους του κράτους ενός αισθήματος εθνικής ταυτότητας στους πολίτες και η αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας από τις συσσωματώσεις της κοινωνίας των πολιτών διασφαλίζει ότι τα όρια του κράτους ταυτίζονται πλέον με τα όρια της ηθικής κοινότητας, ενισχύοντας την κοινωνική αλληλεγγύη, την αφοσίωση των πολιτών προς το κράτος και την διατήρηση των αρχών της φιλελεύθερης δικαιοσύνης.
[ Διαβάστε το πρώτο μέρος του άρθρου του Ιωάννη Κωτούλα : "Υπέρ ενός εθνικού ρεπουμπλικανισμού I: Πολιτικός και περιεκτικός φιλελευθερισμός"]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου