Στο πολύ ενδιαφέρον κομμάτι του σχετικά με την κρίση του ευρώ (Financial Times, 4 Μαρτίου 2013) ο Gideon Rachman ξεχωρίζει την Ελλάδα σαν την μοναδική Ευρωπαϊκή χώρα απ’ αυτές που επλήγησαν από την κρίση, που είναι επιρρεπής στον φασισμό.
Το εξηγεί αυτό από το γεγονός ότι η Αθήνα έχει υποστεί την χειρότερη καταιγίδα μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής από ολόκληρο τον Ευρωπαικό Νότο. Κατά συνέπεια, ο λαός είναι πιο πιθανό να αφουγκράζεται τα ανατρεπτικά λαϊκίστικα συνθήματα που στοχοποιούν τους μετανάστες και τους ξένους γενικά σαν τους κύριους υπεύθυνους των περισσότερων από τα δεινά που υφίσταται η κοινωνία. Το άρθρο, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει την καρδιά του κοινωνικού προβλήματος που επιτρέπει στον φασισμό να βρίσκει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης.
Είναι η μακροχρόνια συμβίωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος με τις πελατειακές σχέσεις που έχει προκαλέσει τις σημερινές πολιτικές παραμορφώσεις. Από τότε που καθιερώθηκε η νέα ελληνική δημοκρατία τα πολιτικά κόμματα έκαναν τα πάντα ώστε οι πολίτες να εξοικειωθούν με την ιδέα πως η πολιτική εξαντλείται στην επιδίωξη διανομής των λαφύρων κάθε εκλογικής νίκης. Ο λαός περίμενε κάθε φορά από τα κόμματα την μοιρασιά των υπεσχημένων, αμέσως μετά την ανάδειξή τους στην εξουσία. Σε περίπτωση αδυναμίας η άρνησης εκπλήρωσης των όποιων προεκλογικών γενικών η ατομικών δεσμεύσεων, το φυσικό επακόλουθο ήταν η αλλαγή πολιτικής πλεύσης και η στήριξη εκ μέρους του απογοητευμένου εκλογέα ενός άλλου κόμματος.
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ποτέ δεν φρόντισαν να εκπαιδεύσουν το εκλογικό σώμα για την πραγματική έννοια και το ουσιαστικό περιεχόμενο της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό τα πάντα είχαν στηριχθεί στην εξασφάλιση για τους κομματικούς πιστούς των μεγαλύτερων δυνατών κρατικών παροχών. Αν οι απαραίτητοι σχετικοί πόροι δεν ήσαν διαθέσιμοι με βάση τα δημόσια οικονομικά, οι κυβερνήσεις κατέφευγαν στον εξωτερικό δανεισμό. Ακόμα κι αν ήταν ολοφάνερο πως τα δανεικά αυτά δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν. Στην Κύπρο λχ η οικονομική κατάσταση ήταν βιώσιμη. Μέχρι που το ΑΚΕΛ αποφάσισε να κάνει «κοινωνική πολιτική» και να μοιράσει, δίχως αντίκρισμα, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι…
Η κρίση οδήγησε τους Ελληνες να συνειδητοποιήσουν άξαφνα την πραγματικότητα του πως λειτουργεί η πραγματική οικονομία. Τους βούτηξε ωστόσο την ίδια στιγμή πολύ βαθιά σε μια απογοήτευση με την δημοκρατία. Η αλλαγή κομματικής υποστήριξης δεν είναι δυνατόν πλέον να λύσει το πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι πιά του ενός η του άλλου κόμματος εξουσίας. Στα μάτια του κόσμου είναι το σύστημα που δεν μπορεί πλέον να ικανοποιήσει τις προσδοκίες. Η ευθύνη για την αδυναμία της Δημοκρατίας να συνεχίσει τις παροχές φορτώνεται τώρα από τους εκλογείς σε όλα τα παραδοσιακά κόμματα. Στα κόμματα δηλ. που αποτελούν τις συνισταμένες του συστήματος. Κι’ αυτό είναι μόνο οι φασίστες που το αμφισβητούν και το αντιστρατεύονται. Μέσω αυτών ο μηχανισμός των πελατειακών σχέσεων μπορεί να πάρει την εκδίκησή του. Αυτός είναι ο λόγος που η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται να ισχυροποιείται στις δημοσκοπήσεις.
Η δυσκολία για τους εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού είναι πως οι κινήσεις τους συμβάλλουν στην ενίσχυση της Ακρας Δεξιάς. Επιτίθενται στην ιδιωτική ιδιοκτησία, που αποτελεί τον βασικό πυλώνα της δυτικού τύπου φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, υπονομεύοντας έτσι την πίστη των ανθρώπων στη δημοκρατία. Επιμένουν στη βαριά φορολογία και σε περικοπές μισθών και συντάξεων ενώ κωλυσιεργούν εμποδίζοντας τις όποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως και την μείωση του αριθμού των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.
Σε κατακλείδα, ο φασισμός απολαμβάνει ευρείας αποδοχής πλέον στην Ελλάδα όχι μόνο εξ’ αιτίας
των σοβαρών οικονομικών δυσκολιών. Αλλά κυρίως διότι τα παραδοσιακά κοινοβουλευτικά κόμματα δεν είχαν μυήσει τους Ελληνες στην πραγματική ουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς στην λειτουργία μιας ανοιχτής οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου