Το διακύβευμα των εκλογών
παρουσιάζεται από μέρος των media ως διλημματική επιλογή
ανάμεσα στο σίγουρο δρόμο του ευρώ και τον πειραματισμό με την αριστερά.
Ασφαλώς οι ακροβασίες του ΣΥΡΙΖΑ, η έλλειψη συγκεκριμένου οικονομικού
προγράμματος και η εχθρική του τοποθέτηση για την οικονομία της αγοράς
δικαιολογούν την ανησυχία πολλών για το ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί στο
τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας. Αλλά η πορεία της χώρας με τη
συνεργασία των μνημονιακών κομμάτων είναι εξίσου ανησυχητική και εν πολλοίς
προδιαγεγραμμένη.
Με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ηγέτες των μνημονιακών
κόμματων πριν τις εκλογές ως συμμετέχοντες στη κυβέρνηση Παπαδήμου, τα
περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου από αυτούς είναι ελάχιστα. Η κυρία
Μέρκελ και οι ομοϊδεάτες της θα τους υπενθυμίσουν ότι η εκλογή τους στην
κυβέρνηση είναι πολιτική επιβράβευση του προγράμματος στο οποίο οι ίδιοι έδωσαν τη συγκατάθεσή τους λίγους
μήνες πριν. Καθώς περιθώρια για αλλαγές σε Ευρωπαϊκό επίπεδο δε διαφαίνονται,
θα συνεχιστεί ένα επικίνδυνο πείραμα: η εφαρμογή μιας οικονομική συνταγής για
πρώτη φορά σε μια αναπτυγμένη χώρα που βρίσκεται σε πορεία «από-ανάπτυξης», που χάνει δηλαδή τη θέση της ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες.
Η συζήτηση επομένως για
«επαναδιαπραγμάτευση» ή και κατάργηση του Μνημονίου απέχει από το να δείξει ένα
βιώσιμο δρόμο εξόδου από την πορεία αυτή. Θα φέρω εδώ ως παράδειγμα τις αλλαγές στις
εργασιακές σχέσεις και την επερχόμενη μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας.
Από
τη μια, η διατήρηση υψηλής προστασίας των εργαζομένων και του κατώτατου μισθού
που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με τη διατήρηση ενός φανταστικού κόσμου σε
μια χειμαζόμενη αγορά εργασίας που αποκτά ευέλικτες μορφές με «μπλοκάκι» και μερική
απασχόληση. Η μη ρεαλιστική νομοθεσία είναι ανεφάρμοστη. Είτε δημιουργεί μια μαύρη ελαστική αγορά εργασίας είτε απαιτεί ένα μηχανισμό καταστολής που θα κάνει τους εργοδότες πιο διστακτικούς να προσλάβουν νέο προσωπικό και να επενδύσουν.
Από την άλλη, μια απελευθέρωση που δε γίνεται υπό ομαλές
οικονομικές συνθήκες αλλά σε συνθήκες οικονομικής κατρακύλας έχει σοβαρές
ανεπιθύμητες οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες. Σε συνθήκες κατάρρευσης,
η απότομη συμπίεση των μισθών σε επίπεδα 300 και 200 ευρώ θα τινάξει στον αέρα
τον οικογενειακό προγραμματισμό εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, την εσωτερική
ζήτηση που ήδη πλήττεται από την υπερφορολόγηση και τη λιτότητα, καθώς και το
τραπεζικό σύστημα αναφορικά με την εξυπηρέτηση δανείων που αναλήφθηκαν από
δανειολήπτες σε εποχές όπου το μέσο επίπεδο μισθών ήταν υψηλότερο.
Η απότομη
αυτή αλλαγή δε θα επιφέρει ως δια μαγείας και σε εύληπτο χρονικό ορίζοντα την
αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας σε μια εξαγωγική παραγωγική βάση. Μια
τέτοια διαδικασία παίρνει χρόνια και απαιτεί πρώτα από όλα ένα κλίμα εργασιακής
ειρήνης και οικονομικής ασφάλειας που η παρούσα κοινωνική και οικονομική κρίση δεν παρέχει
σε πιθανούς επενδυτές.
Εδώ θα μπορούσε κανείς να
αντιτάξει ότι μια σοβαρή κυβέρνηση οφείλει να προτείνει μια ηπιότερη και
μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής. Εντούτοις, έστω και με παράταση και χαλάρωση
του προγράμματος, τόσο τα κόμματα του Μνημονίου όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, δε μπορούν να μας
εξηγήσουν πώς η ελληνική οικονομία, με τη δεδομένη οικονομική της βάση, θα
αποφύγει να «κλειδώσει» ως χώρα χαμηλού κόστους εργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη
δεν έχει αναπτύξει ένα πειστικό πρόγραμμα που να εξηγεί πώς με τη συγκράτηση
ενός κατώτερου μισθού θα μπορέσει να μειωθεί η ανεργία και να πάρει μπρος η
ελληνική οικονομία υπό τις παρούσες συνθήκες. Το Μνημόνιο δεν η αιτία της
βουλγαροποίησης της Ελλάδας, είναι απλώς η επισημοποίησή της ως συνειδητή
επιλογή πορείας που παραβλέπει (;) τις όποιες οικονομικές και κοινωνικές
παρενέργειες που περιέγραψα προηγουμένως, μεγαλύτερη εκ των οποίων θα είναι η
αδυναμία της Ελλάδας να μαζέψει τα δημοσιονομικά της εν μέσω εσωτερικής
υποτίμησης και να αποπληρώσει το χρέος της.
Λύσεις τύπου «ευρωομόλογα» και
ΕΣΠΑ, απλώς αγοράζουν χρόνο.
Βραχυπρόθεσμα ίσως κάνουν ηπιότερη την ήδη δρομολογημένη πορεία προς ένα
σαφώς χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, με ένα πιθανότατο νέο κούρεμα τους χρέους στη
πορεία και με παρατεταμένη τη φιλολογία για ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ. Όπως
και τα κοινοτικά κονδύλια, θα χρηματοδοτήσουν δημόσια έργα που θα απασχολήσουν
προσωρινά εργαζόμενους και θα κινήσουν κάπως την εσωτερική ζήτηση χωρίς όμως να
αφήνουν μια μόνιμη παραγωγική βάση. Χρηματοδοτώντας ευκαιριακές δουλειές με το
δημόσιο, τα κοινοτικά κονδύλια θα δώσουν τεχνητή αναπνοή στο κρατικοδίαιτο
μοντέλο καπιταλισμού που ακολούθησε η Ελλάδα και θα είναι βέβαια βούτυρο στο
ψωμί του κομματικού-πελατειακού μηχανισμού που τώρα έχει ξεμείνει από ευκαιρίες
και συνασπίζεται για να διατηρήσει τη πρόσβαση του στην εξουσία.
Η εισροή όμως κοινοτικών πόρων
ως μάννα εξ ουρανού ενδεχομένως να εκτρέψει επενδύσεις σε τομείς που η Ελλάδα
θα μπορούσε να αναπτύξει συγκριτικά πλεονεκτήματα ώστε να αποφύγει τη
βουλγαροποίηση. Για μια χώρα του μεγέθους της Ελλάδας η ανάπτυξη μέσω ιδιωτικών επενδύσεων τριών ή
τεσσάρων δυναμικών οικονομικών ειδικεύσεων μπορούν να την κρατήσουν στο επίπεδο
αναπτυγμένης οικονομίας. Η περίπτωση του Ισραήλ μπορεί να μας διδάξει πολλά.
Χωρίς Κοινή Αγροτική Πολιτική, χωρίς Ταμείο Συνοχής και Διαρθρωτικά Κονδύλια, η
Ισραηλινή οικονομία αναπτύχθηκε μακριά από το θερμοκήπιο της ΕΕ και ειδικεύτηκε
σε τομείς που την κρατούν στο status της αναπτυγμένης χώρας παρά τα γεωπολιτικά της προβλήματα.
Στην Ελλάδα, με
αποσαθρωμένη παραγωγική βάση εξαιτίας ενός διανεμητικού και προσοδοθηρικού
μοντέλου καπιταλισμού, χρηματοδοτημένου από την ΕΕ, η πορεία βουλγαροποίησης
της Ελλάδας δεν είναι μόνο η συνέπεια της εφαρμογής του Μνημονίου. Για το
Μνημόνιο είναι βέβαια μια συνειδητή επιλογή για την Ελλάδα. Η πορεία αυτή, ωστόσο,
είναι μια δυναμική μη αναστρέψιμη από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις και επιφέρει
την οικονομική και κοινωνική αποσάθρωση
της χώρας με ή χωρίς Μνημόνιο, αυξάνοντας τις ανησυχίες αλλά και τις
ενδείξεις ότι η χώρα θα αναγκαστεί να βγει από το ευρώ.
Το ατού του Τσίπρα είναι (ή
θα ήταν) η δυνατότητά του να θέσει στο τραπέζι την πορεία της Ελλάδας ως γενικότερο
πρόβλημα και προάγγελλος για άλλες Ευρωπαικες χώρες. Το κόμμα του δεν έχει τα βαρίδια των κομμάτων της
μεταπολίτευσης, τις δεσμεύσεις τους και τους «σκελετούς» τους, καθώς δεν
κυβέρνησε κατά την αμαρτωλή περίοδο της μεταπολίτευσης. Έχει το ηθικό
περιθώριο για να μιλήσει στους πολίτες για τις απαιτούμενες προσαρμογές και θυσίες. Δυστυχώς
όμως, το κόμμα του πιστεύει στις λάθος ιδέες: στην αυξημένη κρατική παρέμβαση
στην οικονομία και στην κρατική ιδιοκτησία. Με λίγα λόγια ο Τσίπρας δεν είναι
Τζήμερος.
Από την άλλη, η νίκη των
μνημονιακών κομμάτων δε θα καταλαγιάσει την κοινωνική και πολιτική αστάθεια και
δε θα απομακρύνει την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Η αίσθηση οικονομικής
ασφάλειας για τους δεξιούς ψηφοφόρους θα εξαφανιστεί σε λίγα εικοσιτετράωρα μετά τις εκλογές. Σε
αντίθεση δε με το ΣΥΡΙΖΑ, μια κυβέρνηση Σαμαρά δε μπορεί να διαχειριστεί την
κοινωνική αναταραχή. Με λερωμένο παρελθόν τα παλαιά κόμματα θα κάνουν «μία από
τα ίδια», ρίχνοντας τα βάρη στην παραγωγική οικονομία, στους καταναλωτές και στους εργαζόμενους
για να διασώσουν το σκληρό πυρήνα της κομματικής τους πελατείας που τους έμεινε πιστός. Πολύ σύντομα
κοινωνικές αντιδράσεις και συγκρούσεις θα προκαλέσουν τριγμούς στην ετερόκλητη
«κεντροδεξιά συμμαχία», η οποία– ειρήσθω εν παροδω – έχει μαζέψει αρκετούς
οπορτουνιστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου