Είναι φανερό εδώ και πολύ καιρό πλέον πως ο πολιτικός διάλογος στην Ελλάδα έχει ξεφύγει από τα όρια της λογικής και της πραγματικότητας. Στο ζήτημα τω οικονομικών αδιεξόδων της χώρας έχει σχεδόν εμπεδωθεί μιά αντίληψη που επιμένει στις ευθύνες των ξένων (τοκογλύφων κατά κάποιους) που εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των ηγεσιών της χώρας προχωρούν στην υποδούλωση της κοινωνίας. Μέχρι και για νέα «ευρωπαική αυτοκρατορία» γίνεται λόγος που με «Γερμανική πρωτοκαθεδρία» αντιμετωπίζει την Ελλάδα όχι σαν ισότιμο εταίρο αλλά σαν υποτελή «αποικία χρέους».
Πέραν του να θωπεύουν τα αυτιά των ταλαιπωρημένων πολιτών και να θυμίζουν παλαιότερες αριστερές δοξασίες για ενάρετους λαούς που βογκούν κάτω από τα δεσμά ενός αδίστακτου καπιταλισμού όλες αυτές οι αντιλήψεις πόση σχέση έχουν με την πραγματικότητα; Όπως ο Μαρξισμός ξεκινούσε από μια λαθεμένη αρχική παραδοχή, πως δηλ. η θεωρία της εκμετάλλευσης είναι αυταπόδεικτη – αγνοώντας όμως στην ουσία πως η ανάπτυξη των σχέσεων της παραγωγής στηρίζεται σε μια από το ξεκίνημα μεγάλη, δίχως καμία πρόσοδο, κεφαλαιουχική επένδυση και σε μισθοδοσία εργαζομένων που για μεγάλο διάστημα μισθοδοτούνται δίχως να παράγουν το παραμικρό - έτσι και οι νέοι «λαικοί σωτήρες» παρακάμπτουν την πραγματικότητα πως το χρέος δεν το δημιούργησαν οι ξένοι και οι δανειστές. Αυτό προκλήθηκε από δημοκρατικότατες ελληνικές κυβερνήσεις που στο όνομα της ικανοποίησης ψηφοφόρων και της εξασφάλισης συνεχούς ροής δημοσίων παροχών ξεκίνησαν το πάρτυ του δανεισμού που τελικά έριξε το ελληνικό δημόσιο στα βράχια.
Πότε και πως επέβαλε κάποιος ξένος στην ελληνική πολιτεία να δανείζεται; Και μάλιστα να δανείζεται δίχως την παραμικρή προοπτική τα δανεικά να τοποθετηθούν σε δράσεις προσοδοφόρες που θα έφερναν πιθανότατα στο μέλλον κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Πως μπορεί να φταίνε λοιπόν οι ξένοι για ελληνικές δράσεις που στόχο είχαν την διατήρηση της ικανοποίησης του ελληνικού λαού; Αν άξαφνα, οι πολιτικές αρχές είχαν την δυνατότητα να επαναφέρουν στο προσκήνιο συμπεριφορές θεωρητικά σήμερα από όλους καταδικαστέες (λ.χ. διορισμούς, θεαματικές αυξήσεις κοινωνικών παροχών, αδικαιολόγητες επιδοτήσεις, παράτυπες συνταξιοδοτήσεις και τόσα άλλα) θα υπήρχε αμφιβολία πως θα χάνονταν οι «αγανακτισμένοι» και πως αυτός ο παλιός πολιτικός κόσμος θα επανακτούσε τις χαμένες του συμπάθειες και το τσαλακωμένο του πιά σήμερα κύρος;
Είναι προφανές πως για τους υπερθεματίζοντες αντι-μνημονιακούς κοινοτική αλληλεγγύη θα ήταν η, άνευ υποχρεώσεων, συνέχιση της εκταμίευσης πακτωλών χρημάτων πρός όφελος του ελληνικού δημοσίου, ώστε να μην αλλάξει το παραμικρό στις παλιές ροές παροχών. Ούτως ώστε το πάρτι να παραμείνει ανενόχλητο. Και η κοινωνία να συνεχίσει να «αναπτύσσεται» παρασιτικά στην πλάτη ενός γενναιόδωρου δημοσίου που δίχως να παράγει ουσιαστικά τίποτε να γίνεται φορέας πλουτισμού και καλοπέρασης όσων κυρίως είχαν εξασφαλισμένους μηχανισμούς ασφαλούς πρόσβασης.
Υπάρχει όμως κι ένα ζήτημα ακριβούς αξιολόγησης της πολιτικής γεωγραφίας των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα σήμερα. Η Αριστερά αρνείται να παραδεχθεί πως η χώρα κατέρρευσε από τις πολιτικές του μεγάλου κράτους που και η ίδια – είτε κυβερνώντας είτε αντιπολιτευόμενη – φρόντιζε να υποστηρίζει υπερθεματίζοντας σε παροχές, σε σκανδαλώδεις προστασίες και σε διόγκωση του δημόσιου τομέα. Κι επιμένει να τα φορτώνει όλα σε ένα φαντασιακό νεοφιλελευθερισμό που παρουσιάζεται ως υπεύθυνος των πάντων. Αυτός προκάλεσε, κατά τους επικριτές του, την χρεοκοπία του τεράστιου χρέους. Αυτός όμως είναι υπεύθυνος και για τα αυστηρά μέτρα που στοχεύουν ακριβώς στο αντίθετο – στον περιορισμό των ελλειμμάτων και στην μείωση του μεγάλου κράτους. Πως ακριβώς γίνεται αυτό; Μαγική εικόνα, που φαντάζει λογική μοναχά σε αφελείς και φανατικούς…
Κι από την άλλη πλευρά όμως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Παρά την ευχάριστη έκπληξη της συμπεριφοράς του Πρωθυπουργού - που πολλοί δεν ανέμεναν να τοποθετείται τόσο σωστά και αψηφώντας το πολιτικό κόστος σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα - το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης δεν φαίνεται αν ακολουθεί τα βήματά του. Υπονομεύοντας έτσι την φυσιογνωμία του χώρου, ακυρώνοντας πολλές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες και κάνοντας τα απλά πολύπλοκα. Οφείλω όμως να σημειώσω πως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Κεντροδεξιά όταν οι πολιτικές που υιοθετούνται τελικά μόνο κεντροδεξιές δεν είναι.
Η αφοσίωση στις επιταγές του Μνημονίου, που πολλές φορές έχω σημειώσει πως θα μπορούσαμε να έχουμε αποφύγει αλλά πως τώρα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, οδηγεί σε πολιτικές που επιλεκτικά και σχεδόν μονοδιάστατα στοχεύουν σε αυξήσεις εσόδων. Αγνοώντας την επιτακτική ανάγκη μείωσης εξόδων. Η κυβέρνηση ασυγκράτητη εφευρίσκει λογής τρόπους επιβολής νέων φόρων. Υπονομεύοντας κάθε έννοια κεντροδεξιού πολιτικού προσανατολισμού. Η κατάργηση του απόρρητου των καταθέσεων αλλά και η ουσιαστική δήμευση της ατομικής ιδιοκτησίας με τους αναρίθμητους φόρους επί της περιουσίας παραπέμπει εννοιολογικά σε πολιτικά μοντέλα κεντρικά σχεδιαζόμενης οικονομίας.
Η άρνηση, από την άλλη μεριά, ουσιαστικής μείωσης του δημόσιου τομέα με λογής δικαιολογίες και τερτίπια δίνει το τελικό χτύπημα σε κάθε αντίληψη περί κεντροδεξιού προσανατολισμού. Οι φόροι συνεχίζουν να αυξάνουν, το κράτος δεν μειώνεται, η γραφειοκρατία δεν περιορίζεται, το κράτος παρεμβαίνει σε περικοπές συντάξεων και μισθών ακόμα και του ιδιωτικού τομέα και οι κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού αλλάζουν συνεχώς. Ποιό από όλα αυτά δικαιολογεί σκέψεις για υιοθέτηση κεντροδεξιών επιλογών; Ισως μόνο η Αριστερά, που επιμένει σπασμωδικά να βλέπει «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές !!
Και δεν είναι οι δανειστές που επιβάλλουν τέτοιες συμπεριφορές. Αυτοί μόνιμα ζητούν εναλλακτικές λύσεις – ισοδύναμα μέτρα. Με στόχο την μείωση των ελλειμμάτων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις όμως επέλεξαν την δημιουργία 1,3 εκατομ. ανέργων στον ιδιωτικό τομέα αλλά ούτε έναν στο δημόσιο. Για να απαλλαγεί το κράτος από 2.000 υπαλλήλους, κόντεψε να πέσει η κυβέρνηση!! Σε συγκυβέρνηση τώρα μοναχά με κρατιστές σοσιαλδημοκράτες, η μείωση του κράτους θα γίνει ακόμη δυσκολότερη. Από πού θα προκύψει η κεντροδεξιά φυσιογνωμία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου