Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Μια κριτική στο άρθρο του Δημήτρη Ιωάννου




Διαβάζοντας το ομολογουμένως πολύ καλό άρθρο του Δημήτρη Ιωάννου στο Athens Review of books , όπου αναλύει συνοπτικά τα αίτια της σημερινής κατάστασης στη χώρα, ιδιαίτερα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος, με την πολύ σημαντική παρατήρηση πως το one size fits all επιτόκιο της ΕΚΤ συνέβαλε κατά πολύ στην πτώση της χώρας, δεν μπορούμε παρά να εστιάσουμε στο τρίτο μέρος εδώ. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κεϋνσιανά εργαλεία στην ανάλυσή του, όπως «μικρή ανοιχτή οικονομία», «κρίση υποκατανάλωσης» καθώς και τα κλασικά περί δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, για να μας δείξει τι συμβαίνει, και πως μπορεί η χώρα να ανακάμψει. Παρόλα αυτά, όπως πολλοί άλλοι, έτσι και αυτός ως όψιμος κεϋνσιανός, σφάλει σε ορισμένα σημεία. Έτσι, κάνει λόγο για έναν οιονεί κανόνα χρυσού στον οποίο υποτίθεται πως βρίσκεται η Ελλάδα, πλην όμως, το fiat money που ακούει στο όνομα euro δεν ταυτίζεται ακριβώς με τον κανόνα του χρυσού, πόσο μάλλον με την πρώτη κλασική περίοδο του τελευταίου.

Ενώ πολύ σωστά αναφέρει πως το ένα και μοναδικό επιτόκιο που έχει στη διάθεσή της η ΕΚΤ για να ασκεί νομισματική πολιτική σε χώρες με ανόμοια χαρακτηριστικά και μη συγχρονισμένους κύκλους απαραίτητα, είναι ένα πρόβλημα, παρόλα αυτά ο κανόνας του χρυσού αποτελεί ένα εργαλείο που εξουδετερώνει στην ουσία την νομισματική πολιτική και περιορίζει την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική λόγω ακριβώς του αντικρίσματος που έχει το χάρτινο χρήμα απέναντι στον χρυσό. Αντιθέτως το ευρώ ως καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, ενθάρρυνε τα τελευταία χρόνια με την πολιτική που ακολουθήθηκε την πιστωτική επέκταση και την αύξηση των δημοσίων δαπανών σε μη ανεκτά επίπεδα. Η αναδιάταξη των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις παραγωγικές στις μη παραγωγικές ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, το οποίο τώρα καλείται η χώρα να αντιστρέψει.

Ο συγγραφέας πολύ σωστά αναφέρει παρακάτω πως: «Εάν υποθέσουμε ότι φιλέλληνες εξωγήινοι από τον Σείριο δάνειζαν την Ελλάδα με τα (άγνωστα) εκείνα ποσά τα οποία απαιτούν οι επιχώριοι κεϋνσιανοί να διατεθούν για να «ξεκινήσει και πάλι η ανάπτυξη», ποιο θα ήταν, άραγε, το αποτέλεσμα; Εάν δεχθούμε ότι θα «ξανάρχιζε η ανάπτυξη» (που φυσικά δεν θα ξανάρχιζε) το αποτέλεσμα θα ήταν να συνεχισθεί ακριβώς αυτό που γινόταν μέχρι το 2008.» όμως αυτοαναιρείται γράφοντας πως με τα «μη κεϋνσιανά εργαλεία» θα έρθει η ανάκαμψη, παρουσιάζοντας ως τέτοια τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την εσωτερική υποτίμηση εξορκίζοντας τον «ανάλγητο» νομισματισμό, και τον «άκρατο» φιλελευθερισμό, όπως ο ίδιος αναφέρει. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η αλλαγή μοντέλου απαιτούν μια πραγματικά φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Έτσι από τον κεϋνσιανισμό των προηγούμενων δεκαετιών, πρέπει να περάσουμε στην νέα εποχή του μικρού κράτους και της ελεύθερης και ανοιχτής ιδιωτικής οικονομίας, και όχι το αντίστροφο. Είναι η άσκηση της λανθασμένης νομισματικής πολιτικής για χώρες όπως η Ελλάδα, καθώς και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που μας οδήγησαν εδώ, και όχι ο «άκρατος» φιλελευθερισμός, που τώρα θα πρέπει θα πάρει τη θέση τους.

Κάνοντας δε αναφορά σε αυτά τα «μη κεϋνσιανά αποτελέσματα» που όπως γράφει «Προέρχονται και αυτά, πρωτογενώς, από την γραφίδα του Κέυνς, ο οποίος σε μία γνωστή εργασία του, το 1925, με αφορμή την εκ νέου τότε πρόσδεση της στερλίνας στον «κανόνα χρυσού», και μάλιστα σε υπερτιμημένη ισοτιμία, εξηγούσε ότι στις δεδομένες συνθήκες η μόνη δυνατότητα να ισορροπήσει η οικονομία ήταν μέσα από τη μείωση των πραγματικών μισθών, κάτι πολύ σκληρό και ανάλγητο που θα προκαλούσε κοινωνικές συγκρούσεις.» θα πρέπει να επισημάνουμε πως οικονομολόγοι της Φιλελεύθερης Αυστριακής Σχολής που προκρίνουν τον κανόνα του χρυσού, τόνισαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ο Murray Rothbard, γράφει σχετικά στο What Has Government Done to Our Money πως ήταν λάθος το κλείδωμα της Αγγλικής λίρας στην παλιά ανατιμημένη ισοτιμία των 4,86$ (εκφρασμένη σε χρυσό) που αποφασίστηκε για λόγους γοήτρου, που θα καθιστούσαν ξανά το Λονδίνο παγκόσμιο οικονομικό κέντρο του άλλοτε σκληρού νομίσματος, κάτι το οποίο συνεπαγόταν πολύ περιορισμένη ποσότητα του χρήματος, καθώς και επιβεβλημένη μείωση των τιμών μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Αντιθέτως, η Αγγλική λίρα έπρεπε να δεχτεί την υποτίμηση λόγω πληθωρισμού μετά το τέλος του Α’ Π.Π στο επίπεδο των 3,50$, καθώς αυτή ήταν πλέον η πραγματική ισοτιμία της.

Έτσι λοιπόν, ο κανόνας του χρυσού εάν ακολουθείται πιστά, δημιουργεί νομισματική ασφάλεια μέσω του price-specie flow mechanism, και περιορίζει την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που προέρχεται από την αγορά χρέους εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας. Αντιθέτως, όπως μας δείχνει η ιστορία, χώρες που δεν ακολούθησαν πιστά την νομισματική πειθαρχία ασκώντας πολιτικές αντιστάθμισης ή παρεμβαίνοντας με το προεξοφλητικό επιτόκιο, δημιούργησαν νομισματική αστάθεια και εκτροπή των οικονομικών δραστηριοτήτων με όλα τα συνεπαγόμενα αρνητικά αποτελέσματα για την οικονομία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου