Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012
Μνημόνιο, στάση πληρωμών και η θυσία της Ιφιγένειας
.
Aris Trantidis
Το δίλλημα «Μνημόνιο ή χρεοκοπία και έξοδος από τι ευρώ» είναι ψευδεπίγραφο. Το Μνημόνιο είναι στην ουσία μια ιδιάζουσα μορφή χρεοκοπίας που προσπαθεί να περισώσει το διεθνές πιστωτικό σύστημα από τις συνέπειες μιας ολικής στάσης πληρωμών αντικαθιστώντας τη με μια ελεγχόμενη διαδικασία πτώχευσης με όρους δυσμενέστερους για την ελληνική οικονομία.
Το Μνημόνιο απαιτεί ορθώς να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα, μια προοπτική που απαιτεί λιτότητα. Το ίδιο θα απαιτούσε και η ολική στάση πληρωμών καθώς μετά το πιστωτικό γεγονός δεν είναι εφικτός ο δανεισμός για τη χώρα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η διαφορά, ωστόσο, είναι ποσοτική και ποιοτική. Οι όροι λιτότητας του Μνημονίου είναι δυσμενέστεροι από τη λιτότητα που απαιτεί η στάση πληρωμών – η οποία παρεμπιπτόντως δεν συνοδεύεται απαραίτητα με έξοδο από το ευρώ. Σε αντίθεση με τη στάση πληρωμών που για να πετύχει με ένα βαθμό ομαλότητας προϋποθέτει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς εφεξής, το Μνημόνιο απαιτεί υπερβολικά πλεονάσματα που θα χρησιμοποιηθούν αργότερα για την αποπληρωμή χρεών μέσω του ειδικού ταμείου. Επιβάλλει δηλαδή υψηλότερα επίπεδα φορολογίας για να πετύχει η χώρα μεγάλα πλεονάσματα, και επομένως υπονομεύει την ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία στην οποία η χώρα πρέπει να βασιστεί για να είναι το χρέος της βιώσιμο.
Είναι βέβαιο ότι με το στόχο του Μνημονίου για ανεδαφικά πλεονάσματα μέσω υψηλής φορολογίας και μείωσης δαπανών μεγαλύτερης από όση θα επιβαλλόταν στην περίπτωση στάσης πληρωμών για την επίτευξη ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, ο στόχος της ανάπτυξης πάει περίπατο. Όχι μόνο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό δε θα πετύχει η χώρα μας αλλά θα βυθιστεί σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και υψηλοτέρων ελλειμμάτων που θα απαιτεί περισσότερη λιτότητα η οποία με τη σειρά της θα υπονομεύσει την ανάπτυξη και θα απαιτήσει περισσότερη λιτότητα κ.ο.κ. Με τη βίαιη μεταφορά πόρων από την υπερφορολογημένη ελληνική οικονομία στο εξωτερικό που επιβάλλει, στην ουσία αυτοαναιρείται.
Όσο περνάει ο καιρός γίνεται πλέον κατανοητό από ολοένα και περισσότερους ότι η πρωτοφανής καθίζηση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία πέντε χρόνια με ρυθμούς που φτάνουν το 7% - μια ύφεση (depression) πρωτόγνωρη μεταπολεμικά για Ευρωπαϊκό κράτος - δεν οφείλεται παρά εν μέρει στο ξεφούσκωμα μιας οικονομίας που στηριζόταν στα δανεικά (η αλήθεια είναι ότι τα πρωτογενή ελλείμματα τη δεκαετία του 2000 ήταν σχετικά μικρά) και στις Ευρωπαϊκές μεταβιβάσεις πόρων (τα περίφημα κοινοτικά κονδύλια). Η καθίζηση οφείλεται πολύ περισσότερο στην ίδια την πολιτική άγριας λιτότητας με τη μορφή φορολογικής καταιγίδας καθώς και στην αβεβαιότητα που γεννά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό η παρατεταμένη περίοδος αργού θανάτου που μας επιβλήθηκε.
Καθώς οι αγορές προεξοφλούν την αποτυχία του Μνημονίου και το αναπόφευκτο της χρεοκοπίας, η αβεβαιότητα αυτή, πέρα από το βάρος της ύφεσης, αναστέλλει οποιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα μας για όσο διάστημα η απειλή επικρέμεται. Με τη σκέψη ότι αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί η Ελλάδα να βγει από την ευρωζώνη είναι λογικό να μην πραγματοποιούνται ιδιωτικές επενδύσεις που θα τόνωναν την οικονομία στην Ελλάδα του ευρώ, όταν επ αόριστο προσμένουν στη δραχμή για να τους στοιχίσει πιο φτηνά. Η ελεγχόμενη και σταδιακή χρεοκοπία (μέσω του Μνημονίου) ενδεχομένως να καθησύχαζε τέτοιους φόβους αν δε γινόταν με επαχθέστερους όρους και ανεδαφικές προσδοκίες για μεγάλα πλεονάσματα δια μεγαλύτερης λιτότητας σε μικρό χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, η αποτυχία του πρώτου Μνημονίου κακώς αποδίδεται στην αδυναμία πραγματοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών κατά το διάστημα των τελευταίων δυο ετών. Βεβαίως οι διαρθρωτικές αλλαγές έπρεπε να είχαν γίνει πολύ πιο πριν, ακριβώς διότι απαιτείται αρκετός χρόνος μεταξύ των μεταρρυθμίσεων και απτών αποτελεσμάτων στην πραγματική οικονομία. Έστω και αν γίνονταν διαρθρωτικές αλλαγές μέσα στα δυο χρόνια του Μνημονίου θα έπαιρναν χρόνια για να αποδώσουν σημαντικά αποτελέσματα και ενδεχομένως θα απέδιδαν λίγα μέσα στο γενικότερο κλίμα επιχειρηματικής αβεβαιότητας που ανέφερα προηγουμένως.
Με τους όρους αυτούς η ελληνική οικονομία είναι μια χαμένη υπόθεση. Το Μνημόνιο που για πολλούς ήταν αναπόφευκτο το 2010 λόγω υψηλού ελλείμματος απέτυχε εξαιτίας του περιεχόμενου του. Απαίτησε σκληρή προσαρμογή σε μικρό χρονικό διάστημα με ελαστική επιτήρηση της κυβερνητικής πολιτικής και σχετικά υψηλά επιτόκια ως σήμερα. Θα ήταν μικρότερο το κακό αν δρομολογούσε μια προσαρμογή με γενναία έμφαση μόνο στις δαπάνες και με αυστηρότερη επιτήρηση που θα απέτρεπε την πολιτική ηγεσία να προτιμήσει οριζόντιες περικοπές και φοροεπιδρομές για να αποφύγει να θίξει το κομματικό της κράτος.
Το φάρμακο καταστρέφει τον ασθενή. Αλλά ο στόχος του Μνημονίου δεν ήταν να θεραπεύσει την ελληνική οικονομία αλλά να προστατεύσει τη σταθερότητα του ευρώ για όσο διάστημα είναι δυνατό και να μετακυλήσει βάρη στους Έλληνες και Ευρωπαίους φορολογουμένους. Στην εγχώρια ελίτ παρουσιάστηκε ως ο τρόπος να αποτραπεί μια στάση πληρωμών και ένα κούρεμα χρέους που θα τίναζε στον αέρα το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ελληνικών τραπεζών. Ωστόσο η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθείται (αντί της διολίσθησης της δραχμής) είναι βόμβα στα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος που βασίζεται σε ενυπόθηκα δάνεια της εποχής των «φουσκωμένων» εισοδημάτων με δανειολήπτες με συρρικνωμένο πλέον εισόδημα και ανεργία. Για τις ξένες κυβερνήσεις η αποφυγή μιας ξαφνικής χρεοκοπίας έστω με μέτρα που γονατίζουν μια ουσιαστικά χρεοκοπημένη οικονομία εξακολουθεί να έχει νόημα καθώς αποτρέπει ένα αποτέλεσμα Lehman Brothers στην παγκόσμια κρίση δημόσιου χρέους. Με το διαρκές και ελεγχόμενο κούρεμα θα αποτραπεί να πυροδοτήσει η ελληνική στάση πληρωμών ανεξέλεγκτη νευρικότητα στις αγορές που θα παράσερνε τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες, όπως την Ιταλία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και ενδεχομένως το σκληρότερο πυρήνα, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Στόχος να αποτραπεί μια δεύτερη καταστροφική κρίση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που τώρα έχει μεταβληθεί σε κρίση κρατικού χρέους. Αντ’ αυτού ο κίνδυνος μεταφέρεται από τους ιδιώτες πιστωτές άλλων κρατών στους φορολογουμένους τους.
Επίσης, αποτρέπεται να δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο στις χρηματοπιστωτικές σχέσεις των αναπτυγμένων κρατών με ιδιωτικά κεφάλαια, ώστε να μην ακολουθούσουν κι άλλες υπερχρεωμένες χώρες τη λύση της διαγραφής χρέους ή ακόμα και της στάσης πληρωμών όταν και εφόσον στριμωχθούν. Η ελληνική χρεοκοπία δρομολογείται ως πείραμα μιας σταδιακής, μερικής και υποτιθέμενα ελεγχόμενης διαδικασίας πτώχευσης. Επιπλέον, οι ξένοι πετυχαίνουν με το μνημόνιο την αλλαγή όρων στην ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας, καθώς οποιαδήποτε δυσμενής εξέλιξη υπόκειται πλέον στο αγγλικό δίκαιο το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον δανειστή να κατάσχει περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού δημοσίου, τα οποία είναι ουδόλως ευκαταφρόνητα.
Το εύλογο ερώτημα είναι αν αυτό το γνωρίζουν όσοι υπογράφουν και υποστηρίζουν το Μνημόνιο και όσοι σχολιαστές επιμένουν ως μαθητευόμενοι μάγοι σε μια συνταγή καταστροφική για τη χώρα. Γιατί δεν αφήνουν να συμβεί μια στάση πληρωμών ως λυτρωτική έστω και προσωρινά επώδυνη λύση όταν ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος σήμερα είναι πιο εφικτός από ό,τι το 2009; Γιατί αντιθέτως επιμένουν στην παράταση μια αργής και επίπονης διαδικασίας οικονομικής και κοινωνικής αποσάθρωσης; Ενώ η στάση πληρωμών φαίνεται αναπόφευκτη και από οικονομική άποψη θα ήταν καλύτερο να είχε σχεδιαστεί και πραγματοποιηθεί το συντομότερο, πολιτικοί λόγοι επέβαλαν τη λύση του Μνημονίου. Υποθέτω ότι οι ειδήμονες δεν τρέφουν αυταπάτες για ανάκαμψη με Μνημόνιο.
Το Μνημόνιο βόλευε την προηγούμενη κυβέρνηση που φαίνεται να ενδιαφερόταν περισσότερο να σώσει το μονοπώλιο της ΔΕΗ και των προμηθευτών της και να περισώσει το διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας που ζούσε όλα αυτά τα χρόνια παρασιτικά. Και επέλεξε να μεταφέρει το βάρος στον ελεύθερο επαγγελματία με την παραγωγική επιχείρηση που παραπαίει και στον εργαζόμενο των 600 ευρώ που δε διορίστηκε στο κλειστό club των προνομιούχων του κομματικού κράτους όταν οι πόρτες ήταν ανοικτές. Στην επιλογή, συνεπικουρούσε και η αριστερά που επί δεκαετίες στήριζε την ιδέα του κρατισμού και για το λόγο αυτό η παρουσία της στη μεταπολίτευση γινόταν ανεκτή και προβαλλόταν από φιλικά έντυπα. Σήμερα ο αναδιανεμητικός κρατισμός αποκαλύπτει ωμά το κυνικό του πρόσωπο. Έτσι η εφαρμογή αυτού του Μνημονίου για την ανταγωνιστικότητα «απαιτεί» το κράτος να ορίζει με τρόπο αυταρχικό τον κατώτατο μισθό στα 550 ευρώ ενώ κατά τα άλλα «επιτρέπει» το κράτος να αυξάνει την τιμή του ηλεκτρικού στο μονοπώλιο της ΔΕΗ, να διατηρεί τη γραφειοκρατία και να αυξάνει τέλη και φόρους. Ο βιοτέχνης, ο ιδιωτικός υπάλληλος, ο άνεργος θίγεται από μια αήθη αναδιανομή βαρών από τους λίγους στους πολλούς, από τους θύτες στα θύματα. Από άσχετους το συνονθύλευμα αυτής επιλεκτικής κρατικής παρέμβασης ονομάζεται νεοφιλελεύθερο.
Σε επίπεδο πολιτικής ελίτ κυριαρχούν προσωπικές στρατηγικές καριέρας αντί μιας επιστημονικής μελέτης των συν και πλην της στάσης πληρωμών και μιας σχετικής προετοιμασίας. Ο ανθρωποκεντρικός παράγοντας που συχνά διαφεύγει των αναλύσεων θέτει μια ρεαλιστική υπόθεση εργασίας. Οι πολιτικοί ως ορθολογικοί δρώντες ενδιαφέρονται για το προσωπικό τους μέλλον. Για τους κυβερνώντες με αβέβαιη την πολιτική σταδιοδρομία στην Ελλάδα. η προοπτικής καριέρας σε διεθνείς οργανισμούς για τους ίδιους και για τα παιδιά τους που φοιτούν στα καλυτέρα πανεπιστήμια της Βρετανίας και των ΗΠΑ, προϋποθέτει να μη γίνονται δυσάρεστοι προτείνοντας μαξιμαλιστικές λύσεις και να διατηρούν ανοικτή την πρόσβαση σε ένα παγκόσμιο δίκτυο γνωριμιών. Για «αντιμνημονιακούς» της λαϊκής δεξιάς και αριστεράς είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να κερδίσουν ψήφους από την προδιαγεγραμμένη οικονομική και κοινωνική αναταραχή.
Για τη μεγάλη όμως πλειονότητα όσων πιστεύουν ότι το Μνημόνιο είναι η μόνη λύση, η τοποθέτηση τους δεν οφείλεται σε κυνικά κίνητρα. Ένα μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του Μνημονίου καλοπροαίρετα αλλά λανθασμένα πιστεύει ότι είναι το λιγότερο κακό υπό τις παρούσες συνθήκες. Η στάση πληρωμών αντιμετωπίζεται σαν ξαφνικός θάνατος αντί να ειδωθεί σαν το επώδυνο αλλά λυτρωτικό σπάσιμο ενός αποστήματος έναντι της εφαρμοζόμενης θεραπείας που αφαιρεί λίγο πύον και αφήνει το απόστημα να φουντώνει περισσότερο.
Για πολλούς ο λόγος που υπαγορεύει μια στάση υπέρ του Μνημονίου είναι η προσμονή μιας «πολιτικής λύσης» σε Ευρωπαϊκά επίπεδο. Γνωρίζοντας ότι το Μνημόνιο δε θα αποδώσει όσα ανεδαφικά προβλέπει, κάποιοι ενδεχομένως να προσμένουν σε μεγαλύτερο κούρεμα των νέων δανείων από κράτη και ΔΝΤ, στα περίφημα ευρωομόλογα αλλά και σε πακέτα «Μάρσαλ» που στη λογική των κοινοτικών κονδυλίων θα έρθουν και πάλι ως μάννα εξ ουρανού για να χρηματοδοτήσουν την παρασιτική κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα της αρπαχτής και της διαπλοκής. Θα χαρακτήριζα τη στάση τους αυτή ως «περιμένοντας τον Γκοντό».
Ο δεύτερος λόγος είναι μια διάχυτη νοοτροπία εθνικού καθωσπρεπισμού (logic of appropriateness). Είναι εμπεδωμένη και κυρίαρχη η άποψη ότι είναι αδιανόητο η Ελλάδα, μια χώρα μικρή, να σηκώσει ανάστημα στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και σε πανίσχυρους οργανισμούς όπως το ΔΝΤ. Στη βάση του επιχειρήματος ανιχνεύει κανείς τόσο τη ρεαλιστική άποψη ότι η Ελλάδα δε μπορεί να είναι ο μόνος επαναστάτης στην παγκόσμια σκηνή όσο και την αισιόδοξη και ουτοπική πεποίθηση ότι «οι ξένοι ξέρουν καλυτέρα» και θα φροντίσουν και «για μας χωρίς εμάς». Ex occidente lux. Βέβαια η γνώση και μόνο της ελληνικής πολιτικής σκηνής ενσπείρει φόβους κατανοητούς ακόμα και σε όσους βλέπουν συμπαθητικά τη στάση πληρωμών για το ποιά πολιτική τάξη θα διαχειριστεί στη συνέχεια μια τόσο δύσκολη πορεία.
Ως τρίτος λόγος μπορούν να προβληθούν ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειες στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Η άποψη είναι ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη τους Δυτικούς συμμάχους για να αποτρέπει την επιθετικότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να δυσαρεστήσει τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς με μια μονομερή στάση πληρωμών χωρίς προηγούμενη συνεννόηση. Η τριακονταετής εμπειρία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι στιγμής συνηγορεί σε μια επιφυλακτική αποδοχή αυτής της άποψης, καθώς η εξωτερική πολιτική των κρατών, άρα και των Δυτικών μας συμμάχων, κινείται όχι από ευκαιριακές συμπάθειες αλλά με άξονα κυρίαρχα εσωτερικά συμφέροντα που ανάγονται σε σταθερές της εξωτερικής πολιτικής τους. Για τους δύο τελευταίους λόγους κάποιοι ενδεχομένως να πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτερο να μας πουν οι ξένοι πότε και με ποιο τρόπο θα λάβει χώρα η ελληνική χρεοκοπία.
Δυστυχώς η ανάλυση της κατάστασης και των κινήτρων δε μπορεί να αποφύγει το ρόλο της Κασσάνδρας. Η πορεία της χώρας φαίνεται προδιαγεγραμμένη, και είναι βέβαιο ότι πολύ σύντομα, πέρα από τα διαρκή και επώδυνα νέα μέτρα λιτότητας, θα συζητάμε και πάλι για το τι πήγε στραβά με το Μνημόνιο. Ενώ η χώρα εξακολουθεί να βυθίζεται στη οικονομική ύφεση και στην κοινωνική παρακμή, θα αναζητούμε αποδιοπομπαίους τράγους σε γραφικούς συνδικαλιστές, σε φωνακλάδες δημοσιογράφους, σε «μίσθαρνα όργανα προπαγάνδας» και στους «Ελληνάρες που δεν αλλάζουν νοοτροπία». Εν ολίγοις θα αυτομαστιγωνόμαστε, όταν στην πραγματικότητα η Ελλάδα θυσιάζεται ως Ιφιγένεια για να διασφαλιστεί η κομματική κλεπτοκρατία και να θωρακιστεί η ασφάλεια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος που επικρέμεται ακόμα από μια κλωστή στη σημερινή υποβόσκουσα κρίση δημοσίου χρέους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου