Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Η τεχνοφοβία των οικολόγων-ναζιστών


Η γενετική μηχανική, ως τεχνολογία, εμφανίστηκε το 1973 με την κλωνοποίηση των πρώτων βακτηριδίων στα εργαστήρια του University of California at San Francisco (UCSF) και του Stanford με τα ιστορικά πειράματα των Herbert Boyer και Stanley Cohen. Ήδη από τη δεκαετία του ‘80 η τεχνολογία αυτή είχε αρχίσει να επεκτείνεται στη γενετική τροποποίηση μυκήτων, φυτών και λίγο αργότερα ζώων. Από τη πρώτη στιγμή της εμφάνισης της τη δεκαετία του ‘70, η γενετική μηχανική είχε χαρακτηριστεί “επικίνδυνη” καθώς (θεωρητικά τουλάχιστον) θα επέτρεπε τη δημιουργία εντελώς νέων, τεχνητών (και επομένως “α-φύσικων”) μορφών ζωής.

Ήταν όμως την περίοδο της δεκαετίας του ‘90 που διάφοροι ακτιβιστές, με το πρόσχημα της οικολογίας (γνωστοί ως “eco-nazis”, “οικο-ναζιστές”) κατάφεραν να πάρουν με το μέρος τους τα νομοθετικά σώματα της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής (αλλά όχι της Ασίας, εκτός εν μέρει της Ιαπωνίας). Από τότε, παρατηρούμε το μοναδικό φαινόμενο, η μία μετά την άλλη από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο των τροφίμων, να παραδίδονται αμαχητί στα προστάγματα της οικολογικής πολιτικής ορθότητας. Για παράδειγμα η Ιαπωνική ζυθοποιία Kirin και η Δανέζικη ζυθοποιία Carlsberg απομάκρυναν κάθε συστατικό που προέρχονταν από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς από τις μπύρες τους. Η Αμερικανική McDonald's έπραξε το ίδιο για τα προϊόντα της ενώ η επίσης Αμερικανική Frito-Lay απαίτησε από τους προμηθευτές της καλαμποκιού να σταματήσουν να χρησιμοποιούν καλαμπόκι το οποίο περιείχε μια πρωτεΐνη κλωνοποιημένη από βακτήρια, η οποία έκανε το καλαμπόκι ανθεκτικό σε διάφορα έντομα. Οι εταιρείες τροφίμων Heinz και Gerber (ελεγχόμενες παλιότερα από την Ελβετική Novartis) απομάκρυναν γενετικά τροποποιημένα συστατικά από προϊόντα προοριζόμενα για βρέφη. Τα μέτρα αυτά, αν και δικαιολογήθηκαν με διάφορες επιστημονικές εξηγήσεις, στην πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα πίεσης από κάποιες ηχηρές μειονότητες Αριστερών νεολουδιτών οικολόγων που ακολουθούσαν μια διεστραμμένη ιδεολογική κατεύθυνση υπαγορευμένη από μία εντελώς λανθασμένη κατανόηση της επιστήμης. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν πως οδήγησαν σε προϊόντα όχι απλά κατώτερα και ακριβότερα αλλά και επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία.

Κάθε χρόνο, ένας μεγάλος αριθμός τυποποιημένων τροφίμων ανακαλούνται από την αγορά εξαιτίας της παρουσίας “φυσικών” μολύνσεων από έντομα, τοξικούς μύκητες, βακτηρίδια και ιούς. Ο βασικός λόγος τέτοιων μολύνσεων είναι εξαιρετικά απλός: η Γεωργία και η Κτηνοτροφία είναι βιολογικές διαδικασίες που ακόμα και στις πιο βιομηχανοποιημένες εκδοχές τους λαμβάνουν χώρα κατά βάση σε ανοιχτούς, υπαίθριους χώρους. Επομένως, είναι φυσικό αποτέλεσμα τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα να κουβαλάνε και έναν αριθμό μολύνσεων. Στους πολλούς αιώνες που έχουν περάσει από την εποχή της Γεωργικής Επανάστασης, οι κυριότερες μολύνσεις που έχουν εντοπιστεί προέρχονται από τοξίνες μυκήτων- μολύνσεις οι οποίες γίνονται πολύ συχνότερες όταν έντομα τα οποία παρασιτούν σε φυτά αφήνουν στο φυτό ανοιχτές πληγές οι οποίες γίνονται εστίες “αποικισμού” (colonization) από μύκητες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η fumonisin, μία τοξίνη η οποία παράγεται από μύκητες του γένους Fusarium και η οποία, όταν καταναλώνεται από ανθρώπους, οδηγεί σε ανάπτυξη καρκίνου του οισοφάγου. Επιπλέον, η fumonisin εμποδίζει τα ανθρώπινα κύτταρα να απορροφήσουν φολικό οξύ (folic acid), μία βιταμίνη η οποία περιορίζει τον κίνδυνο νευρολογικών επιπλοκών (συγκεκριμένα neural tube defects) σε έμβρυα.

Λόγω ακριβώς αυτών των επιπλοκών, πολλές ρυθμιστικές αρχές έχουν καθορίσει το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο fumonisin στα τρόφιμα. Αυτή τη στιγμή, ο καλύτερος τρόπος που υπάρχει για να πιστοποιηθεί η συγκέντρωση fumonisin σε ένα φυτό (και επομένως και στα τρόφιμα που προέρχονται από αυτό) είναι μέσω της χρήσης διαφόρων εργαστηριακών assays, μέθοδοι οι οποίες είναι και εξαιρετικά χρονοβόρες, και δαπανηρές και σχετικά μη ακριβής (έχουν αρκετά υψηλό περιθώριο λάθους). Η γενετική μηχανική προσφέρει τρόπο ώστε να περιοριστεί σημαντικά η πιθανότητα μολύνσεων από αυτή την τοξίνη. Συγκεκριμένα, έχουν ήδη αναπτυχθεί σε εργαστηριακές μελέτες φυτά τα οποία “εκφράζουν” (functionally express) γονίδια τα οποία προέρχονται από μη παθογόνους μικροοργανισμούς- ως ένα παράδειγμα θα αναφέρω τη δουλειά ερευνητών από το Iowa State University όπου γονίδια τα οποία εκφράζουν τη σύνθεση της δ-endotoxin CryIA(b) από τον μη παθογόνο μικροοργανισμό Bacillus thuringiensis κλωνοποιήθηκαν στο καλαμπόκι. Τα γονίδια αυτά επιτρέπουν στα φυτά τη δημιουργία πρωτεϊνών οι οποίες καταπολεμούν μολύνσεις από έντομα, χωρίς αυτές οι πρωτεΐνες να ενέχουν κανένα κίνδυνο για το υπόλοιπο οικοσύστημα (πουλιά, ζώα, άλλα φυτά) και τους ανθρώπους. Καθώς οι πρωτεΐνες αυτές θωρακίζουν τα φυτά από εισβολές εντόμων, μειώνουν ταυτόχρονα και τις συνέπειες τους, δηλαδή μολύνσεις από τους μύκητες του γένους Fusarium που παράγουν τοξίνες και μειώνουν μέχρι και 80% τα επίπεδα fumonisin στα φυτικά τρόφιμα σε σύγκριση με τα μη γενετικά τροποποιημένα είδη.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς πως αυτό το είδος γενετικά τροποποιημένου καλαμποκιού, αλλά και πολλά άλλα είδη γενετικά τροποποιημένων φυτών που αποδεδειγμένα οδηγούν σε μεγαλύτερες στρεμματικές αποδόσεις αλλά και ασφαλέστερα προϊόντα, να έχουν την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των καταναλωτών αλλά και των κυβερνήσεων. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι κοινωνίες βομβαρδίζονται καθημερινά από τις αντιεπιστημονικές μειοψηφίες των οικοναζιστών (π.χ. Greenpeace) με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους να υποκύπτουν στις πιέσεις αυτών των Αριστερών νεολουδιτών. Έτσι τα τελευταία 20 χρόνια οι περιορισμοί και οι έλεγχοι που έχουν επιβληθεί σε γενετικά τροποποιημένα φυτά και ζώα είναι τόσο δρακόντιοι ώστε πολλές εταιρείες απλά να εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια χρήσης της γενετικής μηχανικής και ανάπτυξης νέων φυτικών και ζωικών ειδών. Μία πρόσφατη μελέτη έδειξε πως τέτοιοι έλεγχοι, ρυθμίσεις και απαγορεύσεις έχουν ως αποτέλεσμα “delays in the global diffusion of proven technologies, resulting in a lower rate of growth in the global food supply and higher food prices.” (“καθυστερήσεις στην παγκόσμια εφαρμογή αποδεδειγμένων τεχνολογιών με αποτέλεσμα την καθυστέρηση του ρυθμού αύξησης των διαθέσιμων ποσοτήτων τροφίμων και την αύξηση των τιμών τους”). Πρόσφατα, ο Γερμανικός κολοσσός χημικών προιόντων BASF ανακοίνωσε πως θα μεταφέρει τα ερευνητικά κέντρα φυτικής βιοτεχνολογίας από το Limburgerhof της Γερμανίας στο Raleigh της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ."We are convinced that plant biotechnology is a key technology for the 21st century. However, there is still lack of acceptance for this technology in many parts of Europe" δήλωσε ο Dr Stefan Marcinowski, μέλος του BASF board of executive directors. (Aν η Ελλάδα δεν ακολουθούσε με τόση πίστη τα νεολουδίτικα διατάγματα των οικοναζιστών θα μπορούσε άνετα να φιλοξενήσει τέτοια ερευνητικά κέντρα. Σε μια περίοδο που “η χώρα που δεν παράγει τίποτα ” απελπισμένα αναζητεί ανάπτυξη και καινοτομία κάτι τέτοιο θα ήταν μια τεράστια ανάσα ανακούφισης).

Όλοι όσοι παράγουν αλλά και όσοι καταναλώνουν τυποποιημένα τρόφιμα υποφέρουν ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, αντιεπιστημονικών περιορισμών στα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα: οι καταναλωτές αναγκαστικά καταναλώνουν λιγότερο ασφαλή και πιο ακριβά προϊόντα, και οι παραγωγοί αναγκάζονται να αποδεικνύουν το προφανές, δηλαδή πως τα προϊόντα τους δεν είναι ...ελέφαντες με έξοδα που στο τέλος περνάνε στον καταναλωτή. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε πως οι ρητορείες και οι φωνασκίες των αριστερών οικοναζιστών δεν έχουν ως αφετηρία το ενδιαφέρον για τον συμπολίτη/συνάνθρωπο/καταναλωτή αλλά μια χρεοκοπημένη ιδεολογία/θεολογία που βλέπει τα πάντα ως άσπρο-μαύρο. Και είναι καιρός να αντιδράσουμε σε αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου