Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Η πτώση της γυναίκας : Μια ιστορία του φεμινισμού


του Γ.Α.Σιβρίδη

Herr God, Herr Lucifer
Beware
Beware
Out of the ash
I rise with my red hair
And eat men like air.

Sylvia Plath, Lady Lazarus


To 1903 o Otto Weininger (1880-1903) εκδίδει στην Βιέννη το περιώνυμο πόνημά του, Geschlecht und Charakter—Φύλο και Χαρακτήρ, έξη μήνες προτού αυτοκτονήσει, στις 4 Οκτωβρίου. Στο βιβλίο αυτό, αποκρυσταλλώνει κάποιες ιδέες αιώνων: ότι ο άνδρας είναι το Άτομο, η Λογική, η Ηθική, ενῴ η γυναίκα, είτε ως μητέρα είτε ως εταίρα, είναι η Μέθεξη, ο Αισθησιασμός, η Φύση, δηλαδή το ίδιο το Φύλο (Geschlecht/Sexe/Sex).Εκεί που κάνει ένα βήμα παραπέρα, είναι ότι, αντίθετα προς τον Friedrich Nietzsche, τον Karl Kraus ή τον Georg Simmel, οι οποίοι δεν θεωρούν απαραίτητα την φυσικότητα (naturalité) της γυναίκας ως κακό, ο Weininger, αντιδρώντας στον Αισθητισμό, την fin-de-siècle λατρεία της ‘Belle Dame sans Merci’, την εκθήλυνση του άνδρα και την εμφάνιση της Ανδρόγυνης γυναίκας που βλέπουμε σε έργα του Klimt, αλλά και στην δημαγωγία των πολιτικών ανδρών και την αισθησιοκρατική επιστήμη, κλείνει το βιβλίο του με το συμπέρασμα ότι για να απελευθερωθή η ανθρωπότης από το Φύλο (i.e. το Προπατορικό Αμάρτημα) πρέπει η γυναίκα να χειραφετηθή από την εκπαίδευσή της που στοχεύει στην αναπαραγωγή, δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, να γίνει άνδρας :

Στὴν συνουσία κεῖται ἡ βαθυτέρα ταπείνωσις τῆς γυναικός, στὸν ἔρωτα ἡ ὑψηλωτέρα ἐξύψωσίς της. Ἂν ἡ γυναίκα θέλῃ τὴν συνουσία κ’ ὄχι τὸν ἔρωτα, σημαίνει ὅτι προτιμᾷ τὴν ταπείνωσι ἀπὸ τὴν ἐξύψωσι. Ὁ ὕστατος ἀντίπαλος τῆς γυναικείας χειραφετήσεως εἶναι ἡ γυναίκα. […] Καὶ ἡ ἀπάντησις εἶναι: ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ ἀπελευθερωθῇ ἀπὸ τὸ φύλο, κ’εἶναι οὔτως, μόνο οὔτως ποὺ θὰ ἀπελευθερώσῃ τὴν γυναίκα. Μόνο ἡ ἀγνότης του, κ’ὄχι ὅπως νομίζει, ἡ μὴ-ἀγνότης του, εἶναι ἡ λύτρωσίς της. Βεβαίως θὰ ἀποθάνῃ ὡς γυναίκα: ἀλλά ἐκ τῆς στάχτης της καινή, ἀνανεωμένη, σὰν καθάριος Ἄνθρωπος, θὰ ἀναγεννηθῇ.

Im Koitus liegt die tiefste Heruntersetzung, in der Liebe die höchste Erhebung des Weibes. Daß das Weib den Koitus verlangt, und nicht die Liebe, bedeutet, daß es heruntergesetzt und nicht erhöht werden will. Die letzte Gegnerin der Frauen-Emanzipation ist die Frau […] Und die Antwort auf sie: der Mann muß vom Geschlecht sich erlösen, und so, nur so erlöst er die Frau. Allein seine Keuschheit, nicht, wie sie wähnt, seine Unkeuschheit, ist ihre Rettung. Freilich geht sie, als Weib, so unter: aber nur, um aus der Asche neu, verjüngt, als der reine Mensch, sich emporzuheben.
(20η εκδ. 1920, σελ. 447, 457)

Είναι προφανές ότι το εξωφρενικό συμπέρασμα του Weininger, να γίνει ο κάθε άνδρας, Parsifal, οδηγεί στο βιολογικό τέλος του ανθρωπίνου είδους. Αυτό που πρόκειται να δείξουμε στις παρακάτω γραμμές, είναι ότι την προτροπή αυτού του βιβλίου, που φέρει τον χαρακτηρισμό του πιο μισόγυνου που εγράφη ποτέ, την ακολούθησε, έστω από διαφορετικές οδούς, κατά τον 20ο αι., ο Φεμινισμός. Αυτό έγινε κυρίως μέσῳ της Φροϋδικής Ψυχανάλυσης η οποία παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τον Weininger (Jacques Le Rider, Le cas Otto Weininger, Paris, 1982). O Freud άλλωστε είναι εκείνος που θέλει τη Γυναίκα να κινητοποιείται από τον «φθόνο του πέους». Αν οι μεταπολεμικοί διανοούμενοι βρήκαν στην Ψυχανάλυση μιαν απελευθερωτική ιδεολογία, μπόλιασαν την ίδια στιγμή την γυναικεία ψυχή με ένα αξεπέραστο σύμπλεγμα κατωτερότητας που εμφαίνεται στις σπασμωδικές αλλαγές στόχευσης του Φεμινιστικού κινήματος κατά τον 20ο αι. Με σύντομο τρόπο θα κάνουμε μια τυπολογία των κύριων τάσεων, για να δούμε το νέο αξιολογικό πλαίσιο, το οποίο η σύγχρονη γυναίκα βρίσκει εμπρός της για να προσανατολίσει τη δράση της, και που δεν προέρχεται πλέον από την οικογένεια αλλά από την εξισωτική Μαζική Δημοκρατία.

Ι. «ΑΙ ΚΑΘΑΡΑΙ»

Η αλήθεια που η Φεμινιστική ιδεολογία προσπερνά, είναι ότι η γυναίκες δεν ήσαν αφανισμένες από την ανθρώπινη Ιστορία, ως δούλες έγκλειστες σ’ένα σπίτι. Απλά τα πρωτοσέλιδα της Ιστορίας εγράφησαν από άνδρες, γιατί αυτοί ήσαν οι πολέμαρχοι. Αν ήσαν έγκλειστες, ήταν επειδή κινδύνευαν. Το ότι δεν θεωρούνταν ελεύθερες ήταν επειδή δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Είναι ακριβώς σε μια εποχή καθολικής αστυνόμευσης που εμφανίζεται το Φεμινιστικό Κίνημα φτειάχνοντας τον μύθο της γυναικείας σκλαβιάς που παραβλέπει ότι βασίλισσες, virago πριγκιποπούλες, γυναίκες ανώτερων κοινωνικών τάξεων, αυλικές εταίρες, είχαν στα χέρια τους περισσότερη εξουσία απ’ότι ένας μέσος άνδρας. Για να μην μιλήσουμε για την εξουσία της κάθε γυναίκας μες στο σπίτι. Όσον αφορά στο θέμα της μη ανάπτυξης της γυναικείας προσωπικότητας, υπάρχουν πολλά «γυναικεία» μυθιστορήματα όπως της Austen, των Brontë κ.α. όπου οι νεαρές ηρωίδες έχουν εντονότατη προσωπικότητα που όχι μόνο δεν τις κάνει να αρνούνται τον έρωτα του άνδρα, αλλά να θέτουν όλη της την ενέργεια σε αυτό τον σκοπό.

Εκεί που εμφανίζεται το ζήτημα των δικαιωμάτων της Γυναίκας, είναι μετά την χορήγηση καθολικής ψήφου στους άνδρες. Πώς ήταν δυνατό μια Αστή να μην ψηφίζει όταν ψηφίζει ο κάθε κακομοίρης; Γι’ αυτό και εμφανίζεται στις αστικές-μεσοαστικές τάξεις. Στο μυθιστόρημά του The Bostonians (1886), ο Henry James σατιρίζει το φεμινιστικό κίνημα επιδεικνύοντας το σεκταριστικό του ύφος. Η Olive προσπαθεί να σώσει την νεαρή Verena από τον ξάδερφό της, και να την πείσει να αρνηθή τον έρωτά του και τον γάμο προς χάριν του κινήματος. Βλέπει στην αγνή Verena τον Μεσσία του κινήματος η οποία και πρέπει να θυσιάσει την ευτυχία της και να αρνηθή την μοίρα των κοινών θνητών γυναικών.

Αυτή η έννοια της στράτευσης σε ένα «ανώτερο» ιδεώδες ως δείγμα ατομικής ανωτερότητας και «αυθεντικότητας» (authenticité) γίνεται ξεκάθαρο με τις διδαχές της Simone de Beauvoir (1908-1986) συγγραφέως του δοκιμίου Le Deuxième Sexe —Το Δεύτερο Φύλο (1949), συντρόφου του Jean-Paul Sartre (1905-1980), η οποία αφού θέσει όλα τα ζητήματα περί γυναικείας δουλείας, θεωρεί την τεκνοποίηση ως «μικροαστική συνήθεια». Και αυτές που γοητεύτηκαν από τα λόγια της Beauvoir, ήσαν ακριβώς οι μικροαστές, οι οποίες νόμισαν ότι αρκεί η άρνηση τεκνοποίησης για να «ανεβούν» κοινωνική τάξη —λησμονώντας βέβαια ότι οι αριστοκράτισσες κάνουν μεγάλο αριθμό παιδιών. Στην πραγματικότητα, η χειραφετημένη Beauvoir δεν βγήκε ποτέ από τον ήσκιο του Sartre. Ακολουθεί την παράδοση της στέρφας εταίρας-μούσας των κύκλων των διανοουμένων του ρομαντισμού, επιβεβαιώνοντας την πολύ γενικευμένη άποψη του Weininger [σελ. 290]. Ο ίδιος ο Sartre ήταν εκείνος που αφού της πρότεινε γάμο, το ακύρωσε, όχι η ίδια, προτείνοντας σ’εκείνη να κρατήσουν μιαν «ελεύθερη σχέση». Επιπλέον, όλη η φιλοσοφία της Beauvoir δεν είναι παρά ο «υπαρξισμός» του συντρόφου της κομμένος σε γυναικεία μέτρα.

Τούτος ο «υπαρξισμός» του Sartre παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά —τηρουμένων των αναλογιών— με την χριστιανική αίρεση του Μεσαίωνα, αυτή των Cathares—Καθαρών (στη Δύση) ή Βογομίλων (στην Ανατολή). Εξηγούμαι: Στον Sartre ο κόσμος του ανθρώπου είναι Μηδέν, ήτοι κάτι κακό, όπως στους Καθαρούς που είναι δημιουργημένος από μια κατώτερη θεότητα (Démiurge). Ο Sartre αντιτάσσει σε τούτον τον δίχως νόημα κόσμο, την προσωπική στράτευση και την άρνηση του συμβατικού βίου ως «αναυθεντικού». Οι Καθαροί, από την άλλη, θεωρούσαν αμάρτημα την αναπαραγωγή σε τούτον τον Κόσμο που δημιούργησε ο Σατανάς, όθεν και η καταλαλιά ότι για λόγους αντισύλληψης ασκούσαν σοδομισμό, που μας έχει αφήσει στην Αγγλική γλώσσα τη λέξη bugger (εκ του Bulgarian, καθώς οι Βογόμιλοι ήσαν Βούλγαροι).

Ο Sartre ουσιαστικά θέτει ως καθολικό ηθικό κανόνα και μαζικοποιεί ήθη και συμπεριφορές που ιδίαζαν σε κύκλους elites όπως το μεσοπολεμικό Bloomsbury group, με τον ίδιο τρόπο που οι Καθαροί εκκαθολικεύουν την κοινωνικά ασύμβατη συμπεριφορά των Μοναχών. Ο ίδιος ο φανταστικός γάμος του Sartre με την Beauvoir, είναι δείγμα της αποφυγής της εγκοσμιότητας (saeculum) και των δεινών της, κάτι που θα γίνει καθολική μόδα στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.

ΙΙ. ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

Πριν από την έκδοση του βιβλίου The Female Eunuch—Το Ευνούχο Θηλυκό (1970) της Germaine Greer, είχαν ήδη εξαπλωθή οι ιδέες του Herbert Marcuse από το βιβλίο του Eros and Civilization: A Philosophical Inquiry into Freud (1955), όπου ο φιλόσοφος της ‘Σχολής της Φρανκφούρτης’ συρράπτει ιδέες του Freud και του Marx, προκειμένου να καταδείξει ότι ο Ανθρώπινος Πολιτισμός, και δη ο Κεφαλαιοκρατικός, είναι μια πάλη ενάντια στα ανθρώπινα Ένστικτά, και η άρνηση του πρώτου και του ηθικά θεσπισμένου Υπέρ-Εγώ θα οδηγήσει σε μιαν κοινωνία χωρίς καταπίεση.

Όμως ας το δούμε πώς έχει, μακριά από τη ψυχαναλυτική ορολογία : ο άνθρωπος στοχεύει στην ικανοποίηση του. Το ορμέμφυτο που ζητεί να ικανοποιηθή τον οδηγεί στην παραγωγή. Αν καταναλώσει ό,τι παρήγαγε, θα πρέπει να επαναλάβει την ίδια εργασία την επόμενη μέρα. Αν φυλάξει ένα μέρος της παραγωγής του, δηλαδή καταπιέσει το ορμέμφυτό του, και πάνω σε αυτό που φύλαξε παράγει κάτι άλλο, θα παραγάγει περισσότερο, και θα έχει αργότερα τον ελεύθερο χρόνο για μεγαλύτερες ικανοποιήσεις. Ο πρώτος, είναι εκείνος που δουλεύει για το ημερομίσθιο, ο δεύτερος, ο επιχειρηματίας ο οποίος και αντιτίθεται στην φυσική τάση που ονομάζει ο Böhm-Bawerk ‘time-preference’. Ο Πολιτισμός δηλαδή λέει: «θυσίασε τώρα για να γνωρίσεις υψηλότερες και σταθερότερες ικανοποιήσεις αύριο» ή : «η καθυστέρηση της ικανοποίησης, επαυξάνει την τελευταία»• υποβάλλει δηλαδή την έμμεση ικανοποίηση. Αλλιώς θα έχεις μικρές άμεσες ικανοποιήσεις αλλά και συνεχή εργασία. Η απόσταση αυτή από την αισθητηριακή εμπειρία που θέτει η έμμεση ικανοποίηση, κάνει απαραίτητη την Φαντασία και ιδρύει το Συμβολικό, δηλαδή έναν υπερβατικό κόσμο Αξιών.

Αν όμως λάβουμε υπ’όψιν την Μαρξιστική οπτική που δανείζεται ο Marcuse, μέσα από τούτο το σύστημα, ο μεροκαματιάρης «χάνει» κομμάτι της παραγωγής του από τον επιχειρηματία, που το καρπώνεται για την δική του ικανοποίηση. Άρα, η επαύξηση της ικανοποίησης του δεύτερου οφείλεται στην εκμετάλλευση του φτωχού μεροκαματιάρη. Το συμπέρασμα λοιπόν του φιλοσόφου είναι, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι την κοινωνική αδικία θα την λύσει το sex. Ποιες φέρουν το sex; οι γυναίκες. Έτσι οι γυναίκες αναλαμβάνουν σημαίνοντα ρόλο στην «επανάσταση», που δεν γίνεται με όπλα, αλλά με το θηλυκό αιδοίο. Ο Marcuse, σ’άλλο του βιβλίο (Marxismus und Feminismus, 1975), ονειρεύεται μιαν αντιστροφή των ατομικιστικών αστικών και πατριαρχικών αξιών. Στην ουσία, ο Φεμινιστής Marcuse, δεν διαφωνεί με τα θηλυκά χαρακτηριστικά για τα οποία μιλούν οι Schopenhauer, Weininger, Simmel, ότι η γυναίκα δηλαδή αντιλαμβάνεται τα γενικά συμφέροντα του είδους και όχι του ατόμου. Η κατ’αυτόν τον τρόπο, φυσικότητα και έλλειψη ατομικότητας της γυναίκας εξυπηρετούν την Φροϋδομαρξική κοινοτική ουτοπία του Marcuse.

Η επιστροφή στην πρωτόγονη ημιηλίθια κατάσταση που ωνειροπόλει ο Φροϋδομαρξισμός φυσικά δεν πραγματώθηκε, αν και δίδοντας αξία σε αυτήν μπόλιασε την γενεά των δεκαετιών ’60-’70 με έναν ξέφρενο amoralism. Ο Φεμινισμός βρήκε την ευκαιρία να κάνει χρήση του παραδοσιακού γυναικείου όπλου, το οποίο, από σύμβολο υποταγής, έγινε εργαλείο ηθικού ευνουχισμού του άνδρα. Πώς; Αφαιρώντας από το αιδοίο την σήμανση της πατριαρχικής κτήσεως. Για τη γενεά αυτή, η γενετήσια πράξη, μολονότι είναι στοιχειώδης, σχεδόν προγραμματική, χωρίς courtoisie μήτε κάποια πιπεράτη διαστροφή, δεν αποσκοπεί στον σχηματισμό οικογένειας. Ήδη στην Μαγιάτικη εξέγερση και τα διάφορα κοινόβια, η γυναίκα άλλαζε σεξουαλικό σύντροφο μες στην ίδια νύκτα, αναστέλλοντας οποιανδήποτε αξίωση κτήσης από την μεριά του άνδρα. Εδώ οι Φεμινίστριες επιβεβαιώνουν τον Weininger, όταν μιλεί για την κτηνώδη πολυγαμία του θηλυκού: «[ο γάμος] είναι αδιαλήπτως δεμένος με την ιδέα, την απολύτως ανδρική, της πιστότητας (η οποία προϋποθέτει συνέχεια και νοήμων Εγώ).[…] Το κίνητρο κείνο που δίδει σημασία στο σεβασμό του συμβολαίου, μόνον στον άνδρα μπορεί να ευρεθή• η γυναίκα δεν μπορεί να αντιληφθή την δεσμευτική ισχύ του δοθέντος λόγου» [Sie ist ferner durchdrungen von dem ganz und gar männlichen Gedanken der Treue (die Kontinuität, ein intelligibles Ich, voraussetzt)…Jenes Motiv, das einem Vertrage Treue wahren heißt, kann nur beim Manne sich finden; für die bindende Kraft eines gegebenen Wortes fehlt der Frau das Verständnis. Σελ.282]. Και αλλού: «ολόκληρο το Είναι της γυναίκας αποκαλύπτεται στη συνουσία, φθάνοντας στην πιο υψηλή της δύναμη» [das ganze Sein des Weibes offenbart sich im Koitus, aufs höchste potenziert. Σελ. 299]. Αντίθετα με τον τύπο της Μητέρας για την οποία η γενετήσια πράξη είναι μέσο παραγωγής ζωής, συνεχίζει ο Weininger, o τύπος της Εταίρας βρίσκει σ’αυτήν έναν καθ’εαυτόν σκοπό και θέλει σε τούτον ν’αναλωθή: «Η κραυγή της είναι μακρόσυρτη εκφράζοντας όλη την ζωή που θα ήθελε να συγκεντρωθή μες σ’αυτήν τη στιγμή. Γι’αυτό και η Πόρνη δεν είναι ποτέ ικανοποιημένη, ακόμη και αν πάει μ’όλους τους άνδρες του κόσμου» [Für die Mutter ist der Koitus der Anfang einer Reihe; die Dirne will in ihm ihr Ende, sie will vergehen in ihm. Der Schrei der Mutter ist darum ein kurzer, mit schnel-lem Schluß; der der Prostituierten ist langgezogen, denn alles Leben, das sie hat, will sie in diesen Moment konzentriert, zusammengedrängt wissen. Weil dies nie gelingen kann, darum wird die Prostituierte in ihrem ganzen Leben nie befriedigt, von allen Männern der Welt nicht. Σελ. 299]

Έτσι, ανεπαίσθητα, ένας νέος τύπος «γάμου» εφευρίσκεται, αυτός της επιλεγόμενης «σχέσης» (relationship). Η βασική διαφορά της «σχέσης» από την από πάντοτε, έκτος νομιμότητας, αλλά υγιή ερωτικά, ερωτική σχέση (affaire, liaison, intimacy), —η οποία πολλές φορές γινόταν ισχυρή και μόνιμη για να προστατεύσει εαυτόν έναντι της δημόσιας ηθικής— είναι ότι είναι, όπως την χαρακτηρίζει ο Zygmunt Bauman (Life in Fragments. Essays in Postmodern Morality, Cambridge, 1995 σελ. 86-99), ένας οιονεί (als ob/comme si/as if) δεσμός. Δηλαδή οι μέτοχοί της παίζουν τους παντρεμένους, σαν πειραματόζωα κοινωνιολογικής μελέτης, χωρίς τα συγκεκριμένα πράγματα, τις ευθύνες και τις δεσμεύσεις που κάνουν ένα δεσμό, δεσμό. Είναι ένας εύθραυστος σχηματισμός, βασισμένος στο sex και την συντροφικότητα, του οποίου το δράμα είναι, ότι ξεκινώντας επιπόλαια, οδηγεί πολλές φορές σε τεκνοποίηση, με σκληρές συνέπειες για τα τέκνα.

ΙΙΙ. Η ΜΙΣΑΝΔΡΟΣ «PUCELLE D'ORLEANS»

Όταν οι Φεμινίστριες αντελήφθησαν ότι το κάθε λαϊκό αγόρι με τον οποίο συνευρίσκονταν απλά γλύτωνε χρήματα από μια επίσκεψη στο πορνείο, απεφάσισαν ότι εχθρός της γυναίκας είναι το ίδιο το ανδρικό μέλος. Έτσι ο λεγόμενος «μεταφεμινισμός» ευαγγελίζεται την αποχή από την γενετήσια πράξη, καθώς η «σεξουαλική πράξη είναι έκφραση ανδρικού εγωισμού». Η φεμινιστική εικονογραφία εμπλουτίζεται από φαντάσματα βιασμού. Εδώ θα μπορούσαμε πάλι να ακούμε τον Weininger: «Η γυναίκα είναι ανελεύθερη : η ίδια η φύση της γενικής και αποκλειστικής ανάγκης που την κινεί, την προορίζει να βιασθή από τον άνδρα, όχι μόνο στο ίδιο της το άτομο αλλά σ’όλες τις άλλες γυναίκες. Ευρίσκεται υπό το κράτος του φαλλού και υποκύπτει αναπόδραστα στο πεπρωμένο της, ακόμη κι αν δεν φθάνει σε πλήρη σεξουαλική κοινωνία» [Das Weib ist unfrei: es wird schließlich immer bezwungen durch das Bedürfnis, vom Manne, in eigener Person wie in der aller anderen, vergewaltigt zu werden; es steht unter dem Banne des Phallus und verfällt unrettbar seinem Verhängnis, auch wenn es nicht selbst zur völligen Geschlechtsgemeinschaft gelangt. Σελ.368] Και αλλού: «[ο φαλλός] την υπνωτίζει, τη μαγεύει, την γοητεύει. Αντιπροσωπεύει για εκείνην το βέβαιο πράγμα, κάτι για το οποίο δεν έχει όνομα, αλλά από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, με μια λέξη το πεπρωμένο της […] Ο φαλλός είναι αυτό που κάνει απόλυτα και τελικά την γυναίκα ανελεύθερη.» [er übt auf sie eine hypnotisierende, bannende, faszinierende Wirkung. Sie empfindet ihn als das Gewisse, das Etwas, wofür sie gar keinen Namen hat: er ist ihr Schicksal, er ist das, wovon es für sie kein Entrinnen gibt…Der Phallus ist das, was die Frau absolut und endgültig unfrei macht. Σελ. 332]

Αντίθετα προς την προηγούμενη γενεά Φεμινιστριών, αυτές-εδώ, οι, ας πούμε, «κόρες», βλέπουν την γενετήσια πράξη μόνο στα πλαίσια της τεκνοποίησης, όχι φυσικά για να φτειάξουν οικογένεια που σημαίνει πατριαρχία, αλλά για να «αυτοπραγματωθούν» ως γυναίκες. Τα παραχωρηθέντα από την μαζικοδημοκρατική Εξουσία «κοινωνικά δικαιώματα» και μια φιλάνθρωπος αγάπη κρύβουν ως «άλλοθι» την φεμινιστική Νέμεσιν που αξιώνει να θέσει το ευνούχο αρσενικό ως μέσο αναπαραγωγής. Φυσικά αυτό το αρσενικό δεν μπορεί να είναι άνδρας, γι’ αυτό και οι μεταφεμινίστριες είναι συνήθως υποχρεωμένες να ψωνίσουν από τα πιο αδύναμα και αφελή στρώματα των ανδρών.

IV. ΤΑ «ΠΟΡΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Πολλές από τις μεταφεμινίστριες είναι φυσικές κόρες φεμινιστριών, και η απέχθεια τους προς την γενετήσια πράξη δεν είναι παρά φυσική αντίδραση στις μάνες τους και την έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής και ερωτικού προτύπου στην οποία οι τελευταίες τις κατεδίκασαν. Ο υφέρπων λεσβιασμός αυτών μάλιστα ακολουθεί τον λεσβιασμό των πορνών, οι οποίες κεκορεσμένες και αηδιασμένες από το βινείν, εύρισκαν πάντοτε στις ομόφυλές των μιαν απολωλυία τρυφερότητα. Όπως και να έχει, είτε οι φυσικές μάνες αυτών είναι συνειδητοποιημένες φεμινίστριες και μεταφεμινίστριες, είτε όχι, τα σύγχρονα κορίτσια έρχονται σε έναν κόσμο ακέφαλο, δίχα προσανατολισμού, όπου βασιλεύει το ρέον μόρφωμα της «σχέσης» και όπου ο άνδρας οφείλει πλέον σύμφωνα με τα φεμινιστικά δέοντα να έχει τη μορφή ανεγκέφαλου σεξουαλικού αθύρματος. Όπως λέει ο Παναγιώτης Κονδύλης (Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, από την μοντέρνα στην μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στην μαζική δημοκρατία, Αθήνα, 1991, σελ. 261):

Ἡ πρώτη χειραφετημένη γυναίκα ἦταν, ἐκτός από την bohemienne, ἡ femme fatale, ἡ ὁποία ἤξερε νὰ χρησιμοποιεῖ τὰ κλασικὰ γυναικεία ὅπλα ἐνάντια «στὸν ἄνδρα», καὶ ἐπομένως χρειαζόταν «τὸν ἄνδρα» ὡς συναγωνιστὴ καὶ ἑταῖρο. Ὅμως ἡ μεταμοντέρνα χειραφετημένη γυναίκα θέτει ὡς σκοπό της νὰ γκρεμίσει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εἰκόνα τοῦ ἄνδρα, καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει δὲν διστάζει νὰ ἐπιστρατεύσει, ἐκτός ἀπὸ τὰ ὅπλα τῆς χειραφέτησης, καὶ τὰ δοκιμασμένα θηλυκὰ ὅπλα, ἀποκτώντας ἔτσι διπλὸ πλεονέκτημα. Ἡ femme fatale ἐξαφανίζεται, ὅμως τὸ ὁπλοστάσιό της περνάει σὲ χέρια ποὺ δὲν ξέρουν νὰ τὸ χειρισθοῦν μὲ τὴν ἴδια φινέτσα. Τὴν ἑταίρα τῆς ἀστικῆς ἐποχῆς τὴν διαδέχεται ἔτσι τὸ πορνίδιο τῆς μαζικοδημοκρατικῆς.

Τα σύγχρονα κορίτσια δεν ενδιαφέρονται για την «αυθεντικότητα», την «αυτοπραγμάτωση» και άλλες βαρύγδουπες έννοιες των δοξασιών των μεταπολεμικών χρόνων. Αναγνωρίζουν μόνο τους τύπους συμπεριφοράς που εκείνες κληροδότησαν, οι οποίοι επισωρεύονται στους παραδοσιακούς. Με τον εκφυλισμό των ιδεολογιών και την οικονομική ευμάρεια των τελευταίων ετών, η κοινωνική δράση επιστρέφει στα παιχνίδια της Geselligkeit/sociabilité/sociability/Κοινωνικότητας. Η Κοινωνικότης, όπως την έχει ορίσει ο Georg Simmel, συσχετίζεται με την Πραγματικότητα με τον τρόπο που το κάνει το Παιχνίδι ή η Τέχνη ή όπως η ανταλλακτική αξία ενός πράγματος με την πραγματική του χρήση, είναι δηλαδή μια καθαρή Μορφή που αντλεί το Περιεχόμενο της από την Πραγματικότητα. Είναι ένα ἐν δυνάμει κοινωνεῖν, μια δυνατότης κοινωνίας. Κοινωνικότης, στην σύγχρονη γυναικεία περίπτωση, σημαίνει την επανεύρεση της θηλυκότητας, η οποία όμως σήμερα, έχει χάσει τόσο τα πρότυπά της, όσο και το αντικείμενο αναφοράς της, δηλαδή τον άνδρα. Είναι δηλαδή μια καθαρή Μορφή χωρίς Περιεχόμενο. Εξηγούμαι:

Αἱ μείρακες —τα νεαρά κορίτσια, υιοθετούν ένα ύφος υπερβολικής αν όχι grotesque, θηλυκότητας, που πόρρω απέχει από τα μέσα έλξης του θηλυκού της αστικοφιλελεύθερης εποχής. Το μεταμοντέρνο μαζικοδημοκρατικό θηλυκό δεν θέλγει, αλλά εκδηλώνει —ασυνείδητα πολλές φορές— μιαν εκβιαστική σεξουαλικότητα —ανεξαρτήτως εάν αυτήν τη σεξουαλικότητα την ασκεί πλήρως, μερικώς ή καθόλου. Αντικείμενο αναφοράς του ύφους της δεν είναι ο άνδρας αλλά ο ίδιός της ο εαυτός. Αδέξια Dandizette και Merveilleuse, κριτής της ομορφιάς της δεν είναι επίσης ο άνδρας αλλά κάποια ready-made μόδα. Το αρσενικό που επιλέγει για να κυκλοφορήσει πρέπει απαραιτήτως να φανερώνει μια έλλειψη προσωπικότητας σαν μιαν ανέκφραστη κούκλα στην οποία να μπορεί η ίδια να αποδίδει οποιονδήποτε ρόλο.

Πριν από τον Φεμινισμό, η γυναικεία Φιλαρέσκεια (coquetterie) ως κάλεσμα προς στην Φιλοφρόνηση (galanterie) του άνδρα αποτελούσε μέσο κατάκτησης του τελευταίου: η coquette απέφευγε να δείξει κατά ευθύ τρόπο το ενδιαφέρον της προς αυτόν, παίζοντας εμπρός του με άλλα, ασήμαντα αντικείμενα• όπως λέει ο Simmel, πρόκειται για το παιχνίδι του «μ’έχεις-δεν μ’έχεις» (κ’ όχι της φθηνής ζηλοτυπίας) του οποίου το τέλος σήμαινε την υπεροχή της τέχνης της. Τώρα, απουσίᾳ του τέλους «άνδρας», γίνεται ένας καθ’εαυτόν σκοπός. Το κορίτσι παραδίδει τον εαυτό της ως απρόσωπο σεξουαλικό αντικείμενο αποζητώντας τον μέγιστο αριθμό αξιώσεων πάνω της δίχως όμως να ταυτίζεται με αυτόν, σαν «να μην είναι εκεί». Σε μια εποχή που η έννοια της Ομορφιάς εκπίπτει σε σεξουαλική έλξη, προσπαθεί, κάνοντας την συμπεριφορά της αποσπασματική και προκαλώντας μια στιγμιαία ψευδαίσθηση σπάνιδος, να γεννήσει από το sex μια Πλατωνική Ιδέα, να τρέψει το ψωμί σε χρυσάφι. Εκβιάζει για μιαν όλο και υψηλότερη «ανταλλακτική αξία» ακυρώνοντας συνεχώς ή αναβάλλοντας επ’ αόριστον την «ρευστοποίησή» της, καθώς αντιλαμβάνεται ότι αυτό που «πωλεί» όσο υψηλή «ωφελιμότητα» και να έχει στιγμιαία, έχει μακροπρόθεσμα, χαμηλήν αξία.

Έτσι, θύματα της «αυθεντικότητας» και της «αυτοπραγμάτωσης» των «γιαγιάδων» και των «μανάδων» των, ζουν κακόπιστα και ειρωνικά, χωρίς δηλαδή να έρχονται σε επαφή με την πραγματικότητα, παίρνοντας τη ζωή σαν ένα «μεγάλο αστείο», σαρκάζοντας τις ευτελείς μορφές κοινωνίας που κληρονόμησαν αλλά και αδυνατώντας να πάρουν στα σοβαρά τις εκμηδενισμένες κλασικές μορφές. Γιατί η πραγμάτωση αυτών των τελευταίων θα σήμαινε απόρριψη του ίδιου του περιβάλλοντος που τις γέννησε. Προτιμούν έτσι να μένουν μετέωρες, σ’ένα Καθαρτήριο ανάμεσα σ’ένα παρόν που ζουν θεατρικά και ένα ματαιωμένο μέλλον που εμβιώνουν δυνητικά, εικονικά. Και αυτό το τελευταίο γίνεται μέσῳ της Τέχνης, της Λογοτεχνίας και της Pop Culture η οποία αφουγκράζεται περισσότερο την εποχή της απ’ότι η επιλεγόμενη σύγχρονη «υψηλή» Τέχνη που περί άλλων τυρβάζει. Στην ουσία, αποφεύγοντας την πραγματικότητα, το κορίτσι δεν θέλει να έχει Ύπαρξη αλλά να υφίσταται ως Δυνατότης.



V. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

Your worship needed a god.
Where it lacked one, it found one.
Ordinary jocks became gods—
Deified by your infatuation
That seemed to have been designed at birth of a god.
It was a god-seeker. A god-finder.
Your Daddy had been aiming you at God
When his death touched the trigger.

Ted Hughes, The Shot in Birthday Letters


Ο Φεμινισμός και τα απόνερά του δεν αποτελούν, προς απογοήτευση των ταγών του, παρά μια μερική περίπτωση της κατάστασης του σύγχρονου ανθρώπου, αρκούντως χαρακτηριστική εν τούτοις για να θεωρήσουμε αυτήν την τελευταία. Αν το leitmotif της Γερμανικής Κοινωνιολογίας του 19ου αι. ήταν η έννοια της Αλλοτρίωσης (Alienation), δηλαδή του χωρισμού του ανθρώπου από τον Κόσμο ως συμπαρομαρτούν της Βιομηχανικής Επανάστασης και της Αστικοφιλελεύθερης Kultur, o Christopher Lasch στα βιβλία του The Culture of Narcissism (1979) και The Minimal Self (1984), θεωρεί ως χαρακτηριστικό του πολιτισμού του 20ου αι. και δη των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον Ναρκισσισμό, ο οποίος εν αντιθέσει προς την έννοια της Αλλοτρίωσης, εκφράζει ακριβώς την άγνοια διαχωρισμού, ήτοι διάκρισης, μεταξύ Ατόμου και Κόσμου, Ego και Alter. Αντίθετα προς τον Μοντέρνο, Αστό Εγωιστή που αναγνωρίζει τον Κόσμο ως Έτερο που απειλεί τη ζωή του και που πρέπει να τον κατακτήσει με πράξεις, να τον εποικίσει με έργα και να τον τρέψει σε οικείο, ο Μεταμοντέρνος, Μαζικοδημοκρατικός Νάρκισσος ζει μες στην όλβιο μακαριότητα και την αιώνιο νεότητα του ιδεατού, που, στην ουσία, προσφέρει σ’εκείνον, μια Ιδεολογία, η Κρατική Προστασία ή ένα ωρισμένο Ύφος Βίου (Stil des Lebens/style de vie/lifestyle). Ο Νάρκισσος αντιδρά μεν στον πατερναλισμό, ζητεί δε, ων υπό την προστασία του «πατρός» και μην δυνάμενος να επιλέξει, τα πάντα από τον «πατέρα», όπως ακριβώς κάνει ένα παιδί. Καταναλώνει εμπειρίες, άπληστα και επιπόλαια χωρίς συναίσθηση συνεπειών, ζώντας μες σ’ένα αιώνιο παρόν, φθάνοντας στον κορεσμό της επιθυμίας και την άρνηση της ίδιας της φυσικής του υπόστασης. «Επιθυμεί, λέει ο Lasch χρησιμοποιώντας μια φράση του Grunberger, να υπάρξει επί αυτής της γης ελεύθερος από επιθυμία και σώμα». Αυτήν την παθητική, αήθη, άλογη, κοντολογίς, θήλεια, συμπεριφορά του Νάρκισσου, κατακεραυνώνει ο Weininger, στην αρχή του αιώνα.

Ο Ναρκισσισμός δεν θα μπορούσε να ταιριάξει σε άλλον καλύτερα από τις γυναίκες, αφού εκείνες ευρισκόμενες υπό πατριαρχική προστασία, εκδήλωσαν τον Ναρκισσισμό τους όταν αυτή η προστασία έγινε αφηρημένη καθώς πέρασε στα χέρια του Κράτους. Κοινό χαρακτηριστικό των άτεκνων «Καθαρών», των άπλυτων σεξουαλικών Μηχανών, των πολεμοκέλαδων Αμαζόνων και των νεαρών πεπτωκότων Αγγέλων, είναι, όπως θα έλεγε ο Weininger, η παράβλεψη της Πτώσεως, δηλαδή της αλήθειας της Ατομικότητας, του καθέκαστον ὄντος, του χωρισμού σε Άρρεν και Θήλυ, κοντολογίς, του Πραγματικού. Η αδυναμία της γυναίκας να διαχωρίσει, η συνήθειά της να βλέπει παντού την «τήξη» και να «ζευγαρώνει» τα πάντα, είναι ο πιο σίγουρος και δίχως κόστος δρόμος προς έναν paradiso terrestre.

Οι πρώτες, καίτοι άθεες, αρνούνται την τεκνοποίηση αποδίδοντας κατ’αυτόν τον τρόπο στον εαυτό τους έναν οιονεί «θείο προορισμό». Μόνο που δεν έχουν το κουράγιο να αυτοκτονήσουν για να μας πείσουν για κάτι τέτοιο, όπως έπραξαν οι Καθαροί ή ο Εμπεδοκλής. Δεν είναι πρωτότυπες και έτσι παραμένουν γυναίκες, και το χειρότερο, καθώς ελάχιστες εξ αυτών καταφέρνουν να γίνουν πράγματι «Ιέρειες του Πνεύματος», ακρωτηριασμένες.

Οι δεύτερες, ψάχνουν την «αιώνιο νεότητα» με την σεξουαλική κατάφαση στην «Ιερά Άνοιξι» της φυσικής ζωής σε μιαν επίγειο Εδέμ, εξοντώνοντας κάθε έννοια ερωτισμού, δηλαδή ερωτικής κοινωνικότητας και κοινωνίας εν γένει. Μπορεί η γενετήσια πράξη να αποτελούσε σύμφωνα με τους Διαφωτιστές του 18ου αι. μια πρώτη μορφή κοινωνίας, αλλά ακόμη κι αν δεχτούμε την επιστροφή των Μαμούθ, τότε, εν αντιθέσει προς την προγραμματισμένη όχευση των hippies, υπήρχαν στοιχειώδεις κώδικες αποπλάνησης και διεκδίκησης που παρατηρούμε στις πρωτόγονες φυλές. Πέραν τούτου, η αντίληψη που επέβαλε η γενεά των δεκαετιών των ’60-’70 ότι στα δεκαπέντε του κάποιος είναι ήδη ώριμος, είναι ένα γυναικείο χαρακτηριστικό που κατεδίκασε αυτή την γενεά σε μιαν ανωριμότητα και μιαν κωμική γήρανση.

Οι τρίτες, οι πιο «εσωστρεφείς» διαδέχονται τις προηγούμενες όπως ο expressionism τον impressionism. Η παράβλεψη του ανδρικού «έτερου» και «εταίρου» τις οδηγεί στην υστερία και τρέπονται σε μέγαιρες, καθώς αναλαμβάνουν εκείνες χρέη άνδρα. Γράφει ο Weininger ότι η «υστερία είναι η οργανική κρίση της οργανικής διπροσωπίας της γυναίκας» [Hysterie ist die organische Krisis der organischen Verlogenheit des Weibes. Σελ.352] Δηλαδή απορροφώντας ανδρικές ιδέες, εγκαταλειπόμενη σε ξένες για ’κείνην αναπαραστάσεις και αξίες, η γυναίκα κοροϊδεύει τους άλλους, αλλά κυρίως τον εαυτό της. Η «αβουλία» η οποία είναι το χαρακτηριστικό της υστερίας εκφράζει ακριβώς την αδυναμία να διαχειρισθή κάτι που δεν είναι δικό της.

Οι τελευταίες, καίτοι οι πιο «ελαφρές», «επιφανειακές» και αναφανδόν ναρκισσευόμενες, είναι εκείνες που ξεγυμνώνουν τις προηγούμενες. Γιατί στην κοινωνική μελέτη και την Kultukritik, τα λόγια των εποπτευόμενων ατόμων δεν λέγουν τίποτε (αντίθετα σε ότι νομίζουν οι τσαρλατάνοι της Κοινωνιολογίας), εκείνο που μας λέει κάτι είναι οι πράξεις αυτών και συγκεκριμένα η κατάσταση πραγμάτων [Sachverhalt/état de choses/state of affairs] που αφήνουν πίσω τους. Ο Φεμινισμός άφησε ένα ερειπωμένο, ισόπεδο τοπίο πάνω στο οποίο χορεύουν αυτές οι τελευταίες. Καμία ελευθερία δεν κατεκτήθη. Το άσκοπο παιχνίδι δεν είναι εκδήλωση ελευθερίας παρά του φόβου αντιμετώπισης των πραγμάτων πρόσωπο με πρόσωπο. Γράφει ο Weininger: «Συνεπώς η Έννοια είναι εκείνο που δίδει την αξιοπρέπεια και την αυστηρότητα σε ό,τι αντιλαμβάνεται κανείς ή σκέπτεται: απελευθερώνει κάθε περιεχόμενο σκέψης, δεσμεύοντάς το. […] Μόνο η γυναίκα δεν αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τα πράγματα, αυτή και εκείνα χοροπηδούν μαζί κατά βούληση: δεν μπορεί να δώσει καμία ελευθερία στα αντικείμενα, γιατί δεν έχει η ίδια.» [So verleiht erst der Begriff allem Wahrnehmungsgebilde und allem Gedankengespinst seine Würde und seine Strenge: der Begriff befreit jeden Inhalt, indem er ihn bindet. Nur die Frau steht nie Dingen gegenüber, sie springt mit ihnen und in ihnen mit sich nach Belieben um: sie kann dem Objekte keine Freiheit schenken, da sie selbst keine hat. Σελ. 239-40] Έτσι, αυτός ο τελευταίος γυναικείος τύπος, παραδίδοντας εαυτόν στη ζωή ως άγευστο, πρωτεϊκό αντικείμενο, επιβεβαιώνει με τον πιο πρακτικό τρόπο, την όψη της γυναίκας που θεωρεί ο Weininger, ως χήρα ελεύθερης βούλησης, ως ανίκανη για Έρωτα, ως Μη-Είναι: «Η γυναίκα δεν είναι τίποτε, και είναι γι’ αυτό, μόνο γι’ αυτό που μπορεί να γίνει τα πάντα, ενῴ ο άνδρας πάντοτε, μπορεί να γίνει μόνον αυτός που είναι.» [Das Weib ist nichts, und darum, nur darum kann es alles werden; während der Mann stets nur werden kann, was er ist. Σελ.389]

Αν οι Γυναίκες του 20ου αι. χειραφετούμενες επιβεβαίωσαν τα λόγια του Weininger, είχε αυτός ο τελευταίος δίκαιο για τη φύση του Θηλυκού; Και πώς εκείνες ξεκινώντας να γίνουν άνδρες, επιβεβαιώνουν κάθε φορά αυτό που θεωρεί ο Weininger για τις γυναίκες;

Ο Ludwig Wittgenstein που έφηβος είχε παραστή στην κηδεία του και είχε διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο, έλεγε, ότι αν του βάλουμε ένα αρνητικό πρόσημο, είναι το έργο μιας μεγαλοφυΐας. Ποιο όμως είναι το σφάλμα του Weininger που γίνεται πραγματικότητα των σύγχρονων γυναικών;



VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Χάριν τοῦ ἔρωτα, ὁ ἄνδρας εὑρίσκει τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ γυναικείου φύλου σὲ μία μόνον γυναίκα, καὶ ἡ γυναίκα, τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀρσενικὴ ἀρχὴ διαμέσου ἑνὸς μόνον ἄνδρα. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὑπάρχει συμπύκνωση, ἀπὸ τὴν ἄλλη διεύρυνση.

Georg Simmel


Ο Weininger σ’όλο το βιβλίο μιλεί για τους Ιδεοτύπους του Απολύτου Άρρενος και του Απολύτου Θήλεος και όχι για τον άνδρα και τη γυναίκα που συναντούμε στην πραγματική ζωή. Και ένας Ιδεότυπος κατασκευάζεται από οριακές περιπτώσεις και κάποιαν υπερβολή και απομόνωση χαρακτηριστικών. Είναι λοιπόν το Απόλυτο Άρρεν που είναι απόλυτη Ενεργητικότης, Ατομικότης, Θετικότης, «Είναι», αρά Λογική, Ηθική• και το Απόλυτο Θήλυ που είναι απόλυτη Παθητικότης, Γενικότης, Αρνητικότης, «Μηδέν», δίχως Εγώ και Βούληση, που δεν αναγνωρίζει Αξίες και είναι ανίκανο για Έρωτα. Ο ίδιος λέει ότι και τα δύο φύλα περιέχουν κατά το ¼ τουλάχιστον από το άλλο φύλο, και ότι ο τέλειος Άνδρας και η τέλεια Γυναίκα δημιουργούνται όταν συνενώνονται ένας άνδρας και μια γυναίκα. Άλλωστε τίτλος της διδακτορικής του διατριβής όθεν προήλθε το Φύλο και Χαρακτήρ ήταν Έρως και Ψυχή. Δεν θα διαφωνήσω π.χ. στο γεγονός ότι η γυναίκα που ἀντερᾷ (i.e. που αποκρίνεται στον έρωτα και που δεν είναι απλώς «ερωτευμένη»—verliebt/amoureuse-amourachée/enamoured) είναι η λιγότερο σεξουαλικά δραστήρια και η περισσότερο εγκεφαλική. Όπως λέει ο Weininger, κάθε Έρως είναι «πλατωνικός». Ο Έρως κατ’αρχήν (in principle) σχηματίζεται στην απόσταση. Η γυναίκα εγγαστρώνεται από το βλέμμα του άνδρα. Αυτό, που εκφράζει μια απόφαση από τη μεριά της γυναίκας είναι ένα δείγμα μη-φυσικότητας. Αντίθετα, η καθαρή σεξουαλική έλξη, καίτοι ενέχει ερωτικά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να έχει προσωπική σημασία, είναι αναπόφευκτα υποταγμένη στην αναγκαιότητα του είδους, άρα ανελεύθερη : Δεν είναι προς σε, αλλά προς οποιονδήποτε.

Όμως, ο Έρως ως έλξη (όπως άλλωστε σημαίνει η ίδια η λέξη), οδηγεί αναπόφευκτα στην σεξουαλική πράξη. Ειδεμή, το πιθανότερο είναι, ότι χήρος στέρεας γης, να εξατμισθή. Ο ίδιος λέει ότι την ομορφιά της μια γυναίκα την λαμβάνει ως κρίση του άνδρα, δηλαδή η γυναίκα είναι η Ύλη στην οποία δίδει Μορφή ο άνδρας, άρα η γυναίκα είναι η ύλη του άνδρα. Έτσι και ο Έρως είναι μια Μορφή η οποία χρειάζεται μια Ύλη όπως ακριβώς η ιδέα του ζωγράφου λαμβάνει υπόσταση στις χρωστικές ουσίες.

Πώς λοιπόν ο Weininger αλλάζει τη οπτική του, και καταφεύγει στην αιώνια μοναξιά ενός νεοπλατωνικού ‘Ἑνός’, φιλοδοξώντας να περάσει από την περιγραφική ανάλυση σε μια σύνθεση κατά τα πρότυπα των θετικιστών του καιρού του; Λέει πως η ανηθικότης, του «εφηρμοσμένου» Έρωτα (i.e. requisite love) έγκειται στο ότι ο άνδρας χρησιμοποιεί τη γυναίκα ως Μέσο για να κάνει τα παιδιά του ή να ικανοποιηθή, δηλαδή για τον εαυτό του. Παύει έτσι να είναι ελεύθερος επειδή εξαρτάται από το Μέσο. Παραβαίνει τον ηθικό κανόνα του Kant ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι Σκοπός και επομένως η γυναίκα σ’αυτή τη θέση αποκτηνώνεται. Με κοινωνιολογική ορολογία, θα λέγαμε ότι ο ίδιος «αλλοτριώνεται» και η γυναίκα «πραγμοποιείται» (Verdinglicht-Reifiziert/reified). Όταν ένα Μέσο γίνεται αυτοσκοπός, αντιστρέφεται η σχέση Aιτίας-Aιτιατού, άρα η κατεύθυνση του Χρόνου, μας λέει ιδιοφυώς, και αυτό είναι κακό. Με τον Έρωτα, συνεχίζει, ο άνδρας ζητεί συγχώρεση από τη γυναίκα για το κακό που της κάνει, δηλαδή εξαγοράζει το αμάρτημα της σεξουαλικότητας. Όμως αυτό φαίνεται τελικά να μην το θεωρεί αρκετό. Γιατί μολαταύτα, και στην υψηλότερη μορφή Έρωτα, ο ποιητής άνδρας είναι εκείνος που εξυψούται πατώντας επάνω στην αινούμενη γυναίκα. Ως εκ τούτου, αποφαίνεται ο Weininger, ο Έρως είναι μια δειλία, μια έλλειψη ηρωισμού από τη μεριά του άνδρα [σελ.327]. Ο άνδρας όταν ἐρᾷ, καλύπτει την Αμαρτία αντί να την ξεριζώσει, και τη διαιωνίζει, καταδικάζοντας τη γυναίκα ως απόλυτη αρνητικότητα στην άβυσσο του Μη-Είναι. Έτσι ο Weininger καταλήγει ότι η γυναίκα είναι το Σφάλμα του άνδρα [σελ. 398]. O Hegel πριν απ’αυτόν, για να αποφύγει το αμάρτημα, εφηύρε το στρατήγημα της Διαλεκτικής: η επιθυμία «λυτρώνεται» καθώς εξαντικειμενικεύεται (δηλαδή αποσβεννύεται) στο Μέσο. Ο Hegel απλά με το ραβδί του μάγου βαφτίζει το «κακό», «καλό». Θέλοντας να δώσει μια μεταφυσική δικαιολογία στον Γάμο (όπως έκανε με το Κράτος) άφησε τις πόρτες ανοιχτές στο θρίαμβο του Μέσου: του μαρξιστικού αιδοίου και της «σχέσης».

Ο Weininger, αν και κάνει μια Kulturkritik πάνω στα ήθη της εποχής του, συνδέοντας την Λογική με την Ηθική (αλλά και την Αισθητική), λησμονεί ότι, μολονότι όλες αυτές βασίζονται εξίσου σε μιαν οριοθέτηση (Demarkation) και μια διάκριση των πραγμάτων που πραγματοποιεί ο νους, έχουν διαφορετικές πρακτικές εκδηλώσεις. Η λογική, άρα τυπική και εργαλειακή μορφή του σχήματος Μέσα-Σκοπός, μέσα στην κοινωνική δράση, αποκτά έναν τρίτον όρο, την Αξία. Ο ίδιος ο Kant στην πασίγνωστη κατηγορική προστακτική που αναφέρει ο Weininger λέει: «niemals bloß als Mittel brauches» —«να μην χρησιμοποιεί ποτέ [τον άνθρωπο] μόνο ως Μέσο». Ο Max Weber λέει κάπου ότι στην φράση «στην αρχή οι σχέσεις μας δεν ήταν παρά πάθος, τώρα συνιστούν μιαν αξία» που εκφέρει ένας άνδρας για να δείξει τη εμπιστοσύνη που έχει σε μια γυναίκα, η καντιανή μετάφραση του πρώτου μισού είναι : «στην αρχή δεν ήμασταν ο ένας για τον άλλο παρά μέσο». Σε μια Δράση το Μέσο φέρει την Αξία του Σκοπού. Όταν δηλαδή πράγματι η γυναίκα είναι απλό Μέσο τότε είναι αντικαταστάσιμη: ωφελεί τον άνδρα (έχει δηλαδή ωφελιμότητα) αλλά την ίδια ωφέλεια μπορεί να την δώσει σ’εκείνον και κάποια άλλη. Υπάρχουν πολλές γυναίκες για να δώσουν σε κάποιον ικανοποίηση, παιδί ή συντροφιά. Όταν μιλούμε περί «Έρωτα», το Μέσο είναι αναντικατάστατο, έχει δηλαδή αξία Σπάνιδος για τον Δρώντα: στην απώλεια του Μέσου χάνονται όχι μόνον οι ικανοποιήσεις που προαναφέραμε, αλλά και κάτι επιπλέον (plus et autre chose), η ίδια η Μορφή (Gestalt) της Δράσης του. Εάν η Ερωτική Δράση δεν έφερε Gestalt-qualitäten—μορφικές ποιότητες, δεν θα την αναγνωρίζαμε όταν συμβαίνει, και κανένα ποίημα για τον Έρωτα δεν θα είχε γραφή. Ο Έρως δηλαδή, πράγματι, δεν έχει να κάνει με την γενετήσια πράξη, παραγωγική ή μη, όμως αποδίδει αξία (verwertet/valorise/valorizes) σε κείνην και την αξιολογεί (bewertet/évalue/evaluates). Είναι μια Εγγενής Αξία (Eigenwert) που δίδει Πρακτικές Αξίες (Wirkungwerte). Ενῴ πολύ σοφά ο Weininger μας λέει, όπως οι συγκαιρινοί και συμπατριώτες του (και αντιεγελιανοί), Carl Menger και Christian von Ehrenfels, ότι η πραγματωμένη Αξία δεν είναι εγγενής στο αντικείμενο (π.χ. η ομορφιά στη γυναίκα) αλλά αποδίδεται σε τούτο από ένα υποκείμενο, δεν βλέπει ότι άλλο είναι η πράξη απόδοσης αξίας και η εκτίμηση, και άλλο η καθ’εαυτόν Αξία που κάνει δυνατές αυτές. Η Αξία υφίσταται μολαταύτα, βρίσκεται έξω εξίσου από το ποιούν Υποκείμενο και το πάσχον Αντικείμενο. Η Αξία η ίδια, δεν είναι Πράγμα, δεν υπάρχει για να το αποδείξεις, είναι πεποίθηση, είναι, στην περίπτωσή μας, βούληση κατευθυνόμενη σε ένα όνομα, αυτό του ερωμένου προσώπου. Και ο Weininger, καίτοι Εβραίος προσήλυτος στον Προτεσταντισμό, δεν είχε μια τέτοια πεποίθηση. Ακολουθεί σε αυτό άθεους θετικιστές όπως ο Marx και ο Freud που προσπάθησαν να δώσουν μια βέβαιη αιτιολογία στα ηθικά-κοινωνικά φαινόμενα σαν να επρόκειτο για φαινόμενα της Φύσεως. Καθώς το Απόλυτο Άτομο του Weininger, το Δαιμόνιο Άτομο—Genie, πληροί το Σύμπαν, η Βούληση του μένει χωρίς κατεύθυνση, και έτσι, επειδή η Βούληση κάτι πρέπει να θέλει, θέλει το απόλυτο Τίποτε. Το Απόλυτο Άτομο δεν έχει άλλη επιλογή εξόν την αυτοκτονία.

Η προσπάθεια λοιπόν των γυναικών κατά τον 20ο αι. να ξεφύγουν από τη θέση του «μέσου» οδήγησε στην αυτονόμηση αυτού. Η προσπάθεια να γίνει η γυναίκα, άνδρας, δηλαδή να πάρει μες στο σχήμα Μέσα-Σκοπός τη θέση του Σκοπού (θέτοντας με κωμικό τρόπο τον άνδρα ως εργαλείο ηδονής, αναπαραγωγής, παιχνιδιού), οδήγησε στην εξάτμιση του «Άρρενος Χαρακτήρος», την εφιαλτική πραγμάτωση του «Απολύτου Θήλεος»—της Walküre, την διάλυση των κοινωνικών δεσμών και την απώλεια της αίσθησης του Πραγματικού. Γιατί αυτή η ίδια η γυναίκα ήταν που έδειχνε στον άνδρα το Πραγματικό. Και όλο αυτό επειδή οι πιο ανόητες γυναίκες που περπάτησαν ποτέ πάνω στη γη υιοθέτησαν παθητικά την πιο στεγνή και άκαρπη εκδήλωση του ανδρικού νου, τον γυμνό Λόγο του θετικισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου